...στις στιγμές που απ' τη ζωή μου έκλεψα , για ν' αλλάξω πάλι και πάλι, έναν στίχο, μια λέξη, μια νότα απ' τα ποιήματα-τραγούδια μου...το ποίημα δε σκολάει ποτέ...το γραφουμε, θα το ξαναγράφουμε, θα το μερεμετίζουμε , ως και πεθαμένοι ακόμα:μαύρο πουλί η έγνοια μιας ζωής γι' αυτά (τα ποιήματά μας) , θα φτερουγάει μέσ' απ' το χάσκον κρανίο μας, θ' ανασηκώνει τη βαριά πλάκα στο κιβούρι μας, και θα πετάει να τρυπώσει στ' αραχνιασμένα πια τετράδια με τους προχειρογραμμενους-διορθωμένους στίχους, εκεί μες στην κάμαρη που εγράφαμε κι εγράφαμε, σαν να μην είχε αλλού ζωή για 'μάς τις ώρες εκείνες...
Το ποίημα δε σκολάει ποτέ,
βγάνει μαύρες φτερούγες
και πάει τις νύχτες για καφέ
στων Χερουβείμ τις ρούγες,
σκοπό γυρεύει αγγελικό
σε χείλια μελωμένα
κορμιά να τέρπει με ρυθμό
φιδίσια καμωμένα,
κρύβεται και δεν φαίνεται
μες στου φιλιού την άχνη
κι ο ποιητής τρελαίνεται
κι ο ποιητής το ψάχνει,
στο σύννεφο, στον ποταμό
στο μαύρο το σκοτάδι,
στο πέλαγο, στον ουρανό,
στης νύχτας το πηγάδι,
στη γύρη τ' άσπρου κατιφέ
που καίει τις πεταλούδες.
Το ποίημα δε σκολάει ποτέ,
βγάνει μαύρες φτερούγες.
ά. - λεύτερη Πίνδος
Το ποίημα δε σκολάει ποτέ,
βγάνει μαύρες φτερούγες
και πάει τις νύχτες για καφέ
στων Χερουβείμ τις ρούγες,
σκοπό γυρεύει αγγελικό
σε χείλια μελωμένα
κορμιά να τέρπει με ρυθμό
φιδίσια καμωμένα,
κρύβεται και δεν φαίνεται
μες στου φιλιού την άχνη
κι ο ποιητής τρελαίνεται
κι ο ποιητής το ψάχνει,
στο σύννεφο, στον ποταμό
στο μαύρο το σκοτάδι,
στο πέλαγο, στον ουρανό,
στης νύχτας το πηγάδι,
στη γύρη τ' άσπρου κατιφέ
που καίει τις πεταλούδες.
Το ποίημα δε σκολάει ποτέ,
βγάνει μαύρες φτερούγες.
ά. - λεύτερη Πίνδος