(...στη φωτογραφία αποπάνω : σχολειό των μαθητικών μου χρόνων, τη δεκαετία του '60 ...) 
Τ' ογρό πουρνάρι επύρωνε 
τη σόμπα απ' το πρωί, 
κι ήταν καράβι ο πίνακας
σε θάλασσα ζεστή, 
ξεμάργωναν τα δάχτυλα 
γλυκαίνονταν οι αρμοί, 
τη μύξα ανάρια σφούγγιζε 
μανίκι το δεξί, 
παιδιά Τζουμερκιωτόπουλα
της Πίνδου φτερωτά, 
δασκάλα αυτοκρατόρισσα  
μάνα και Παναγιά,
τ' Αλφαβητάρι, ο Άραχθος, 
η φτώχεια, η αρχοντιά 
η πείνα, το σκονόγαλο 
κι η λύσσα του χιονιά
χίλια εννιακόσια εξήντα εννιά, 
πρώτη δημοτικού, 
σχολειό στη ράχη του βουνού  
στα νώτα του Θεού,
τι να σου κάνει κι ο Θεός 
στην πέτρινη ερημιά, 
τα λεωφορεία τα πράσινα 
μας σώζαν' μοναχά, 
να πάν' οι αρρώστοι στο γιατρό
Τρίτη, Παρασκευή, 
Τζουμερκοχώρια-Γιάννενα,
-δεν πρόφταιναν πολλοί- 
μα εμείς προφτάσαμε Γραφή 
να μάθουμε ευτυχώς
και δόξα νά  'χει ο Παλαμάς 
δόξα κι ο Σολωμός,  
που άλλοι σπουδάξαν δάσκαλοι 
και κάμποσοι γιατροί 
κι όλοι μας στην Ανώτατη 
της Φύσης τη Σχολή,
δόξα κι η φτώχεια η ακριβή 
δασκάλα η πιο σοφή 
με το περίσσιο ορμήνεμα
και λίγο το ψωμί, 
δόξα κι η Πίνδος δίπλα μας  
που χάραζε ο Θεός 
κι εγιόμιζαν τα μάτια μας 
πλούτο, αρχοντιά και Φως,  
κι ήταν καράβι ο πίνακας 
σε θάλασσα ζεστή,
κι εμείς πετροχελίδονα 
τρία-τρία* στην κουπαστή. 
 * τρία-τρία καθόμασταν τότε τα μαθητούδια στα θρανία, σ' εκείνα τα μονοθέσια σχολειά της φωτεινής κι ας φτωχιάς δεκαετίας του '60...
ά. - λεύτερη Πϊνδος
 
 