(...σκέψεις , ανάκατες με ρίμες, την ώρα ολόγυμνου-νυχτερινού-παραποτάμιου τρεξίματος... )
Ψες βράδυ έτρεξα ολόγυμνος στη χλόη,
στην ακροποταμιά σαν παρωρίτης κάστορας,
σάρκινη χάντρα στων σκιών το κομπολόι,
τρελός, φτωχός, λιανός, νευρώδης αυτοκράτορας,
καμπάνιζαν μισήν οργιά απ' το χώμα οι όρχεις,
σήμαντρα των τρελών το σύμπαν να ξυπνήσουνε,
ως που 'ρθε ο Αρθούρος ο Ρεμπώ, ο Βερλαίν κι ο Μπόρχες,
δυο δράμια ατόφιας έμπμνευσης να μου χαρίσουνε,
κι έτσι ωραία τρελό, κάτω απ' της Πούλιας τ' άστρο,
μονάχο, κάθιδρο, στην τρέλα του εποχούμενο,
μ' ηύρε η αυγή εμέ τον φτωχοποετάστρο,
στα τραγουδάκια μου τα φρέσκα πυρπολούμενο,
κι έφεγγε, κι έτσι όπως χαιρέταγα τους ίσκιους,
ο ποταμός στα μαύρα σπλάχνα του κατέβαζε
λαμέ τραγουδιστές και πλατινένιους δίσκους
κι άχρηστη λασπουριά στις όχθες του τους ξέβραζε,
κι έβραζε μες στις φλέβες μου το μπλάβο αίμα
και με στεφάνωνε μονάχο το ξημέρωμα
εμένα που 'ξερα πως όλα είν' ένα ψέμα,
γιατί είχα ζήσει του θανάτου το φανέρωμα,
και μ' ακολούθαγαν βραχνά και φάλτσα οπίσω
τα τραγουδάκια μου αναρμόνιστα κι αλλόκοτα
αδισκογράφητα φωνάζαν' να τ' αφήσω,
να τριγυρίζουν αμαγάριστα κι αυτόφωτα.
ά. - λεύτερη Πίνδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου