Έτσι καιρό που μου 'γινεν ο στίχος
ανάγκη απ' τις μεγάλες και συνήθεια,
απ' τ' άστρα εδιορίστη χρυσωρύχος
στα δυό μου, του θανάτου ο ρόγχος, στήθια
να σβήνω, όσο είναι χρεία, να ξεψυχάω
για λίγο στου χαμού το μαύρο φίδι,
ώστε απ' τ' αγύριστο-πικρό ταξίδι
γυρνώντα, αράδα ρίμες να γεννάω
με πόνο στ' αβασίλευτο σκοτάδι
μ' έρωτα και φρενίτιδα και πόθο,
στο ζοφερό του θάνατου το ρόγχο
να παραδίνω ως το στερνό πετράδι
αυτά που εννιά γενιές με φαρμακώνουν
κι αυτά που θα με καίνε σαν δεν θα 'μαι.
Κι αν λέει η συμβία πως βαθιά κοιμάμαι,
σκουλήκια το προσκέφαλό μου οργώνουν
σαν στου χαμού εποντίστηκα το βύθος.
Και τάξη,με το χάραμα, όπως-όπως
βάζω, να σβήσει του θανάτου ο ζόφος
και να ξυπνήσει η κάμαρη ως συνήθως.
Άγγελος
6 Δεκέμβρη του 2012