T' ατρόχιστα ψαλίδια, στα μπαρμπέρικα,
τις Κυριακές που ράθυμα ξυπνάνε,
για τα γυμνά τα σβέρκα συζητάνε,
που χάιδεψαν, τα νέα και τα γέρικα.
Τάχα για να τροχίζονται, αγγίζονται,
λόγια γλυκά, ακατάληπτα σκορπώντας.
Τρίζουν οι κρύοι αρμοί τους και γελώντας,
μεταλλικά και πρόστυχα ηδονίζονται .
Κι έπειτα, μες στα σκέλια τους τα ορθάνοιχτα,
κάτι λιγδιάρες χτένες που ζυγώνουν,
μαζί τους με κολώνια μαστουρώνουν
κι ως τα βαθιά, ερωτοτροπούν, μεσάνυχτα.
..............................................
Κοιτάει από ψηλά, ως τα χαράματα,
ο μεσιανός, μεγάλος ο καθρέφτης!
Μονάχα αυτός, του βλέμματος ο κλέφτης,
μπορεί και βλέπει της νυχτιάς τα θάματα . . .
Τα λάγνα τους γρικά τα επιφωνήματα,
με το θαμπό το ημίφως ζευγαρώνει
κι ορθός, πάνω απ' τον πάγκο, εκσπερματώνει,
ανταύγειες στιλπνές κι αντιφεγγίσματα!
..............................................
Πρωί Δευτέρας, μπαίνει μέσα, αγέλαστος,
στ' ασκούπιστο, ο μπαρμπέρης, το κουρείο,
τον άχαρό του βρίζοντας τον βίο,
βαριεστημένος, κάτωχρος κι ανέραστος
και τα ψαλίδια, βιαστικά πηδούνε
στα ράφια, πλήρη απ' ηδονές, να μπούνε . . .
..............................................
Στον πάγκο, σαν παλιό, λειωμένο κέρμα,
αντιφεγγάει το μπρούντζινό τους σπέρμα . . .
Άγγελος