Οι γέροι στα Τζουμέρκα
Οι γέροι, σαν ξαπλώνουν πάνω στα Τζουμέρκα,
κάνουνε προσκλητήριο κάτω απ' την κουβέρτα.
Λέν' ένα αργόσυρτο, θλιμμένο Πωγωνίσιο
κι έρχονται όλοι οι πεθαμένοι φίλοι πίσω...
Πίνουν ρακί και τραγουδούν, ώσπου να φέξει
κι ένα καυτό τους δάκρυ αφήνουνε να τρέξει,
τον άγιο πόνο τους να πάρει να τον πάει,
κάτω στον Άραχθο που σαν θεριό βογκάει!
Στρίβουν κι από 'να σέρτικο, βαρύ τσιγάρο,
να μαστουρώσουνε τον άκαρδο το χάρο,
κάμποσες ώρες το λογαριασμό να χάσει,
πέντ'-έξι αρρώστους φίλους μπας και τους ξεχάσει...
Ρίχνουν στο πάτωμα και μια χοντρή ροχάλα,
να γίνει θάλασσα, να πνίξει τα μεγάλα,
τα δίποδα κουνάβια τα προσκυνημένα,
τ' ανυποψίαστα, τα καλοζωισμένα!
.................................
Κι ύστερα, τα κεχριμπαρένια κομπολόγια,
παίζοντας, λέν' όλοι μαζί, τούτα τα λόγια:
-Χάρε, που ζύγωσες κοντά, δεν σε φοβάμαι,
φτάνει στο λάκκο τον βαθύ, εκεί που θα 'μαι,
να 'ρχεται ο σκώληκας, πρωί σαν ξημερώνει
κι απ' το ριζάφτι μες στ' αυτί μου να τρυπώνει,
τα σβωλιασμένα χώματα ν' αναμεράει,
για να γρικάω το βοριά που θα φυσάει
και θα μου φέρνει του Τσιαμπά την ταραμπούκα
και το κλαρίνο το γλυκό του Πετρο-Λούκα!
Κι εκεί στη μαύρη ξενιτιά που θα μισεύω,
να σ'κώνομαι σαν το θεριό και να χορεύω
" Άει γειά σ' αγάπη μ', γειά σ' γλυκιά περδικομάτα μ' ,
γεια σας κι εσείς χωματιασμένα, μαύρα νιάτα μ' !"
.................................
Οι γέροι, σαν ξαπλώνουν πάνω στα Τζουμέρκα,
τα όνειρά τους καίν' τ' αγίνωτα, τα στέρφα...
Αστράφτει κάτω απ' τη βελέντζα το τσακμάκι
και λαμπαδιάζουνε της μνήμης το κεράκι . . .
Άγγελος