-Γιατί -του λέγαν' - τρέχεις κι όλο τρέχεις,
και σαν τρελό αλογάκι πιλαλάς,
πώς το μπορείς, πώς στέκεις, πώς αντέχεις
τροχάδην κάθε ικμάδα να σκορπάς ;
Κι αυτός τον κουρασμένο καμωνόταν
να βγάλει οπού δεν μπόραγε φωνή,
τι να τους έλεε, τι να αποκρινόταν,
έτσι που άλλος ήταν κι άλλοι αυτοί,
κι έτρεχε,ξέφρενα έτρεχε στη φύση,
ταπ-τουπ! στο χώμα εκρούανε ρυθμικά
τα πόδια του, αχολόι και ραβαϊσι
παιάνας , προσευχή και ψαλμουδιά,
έτρεχε κι αγρικούσε έτσι ιδρωμένος
τις καλαμιές στο πλάι του σιγανά
ορθές να ψιθυρίζουν venceremos
στα Γιάννενα που ελούφαζαν σκυφτά,
έτρεχε , τους χαμόραγκες* να βλέπει
πώς με λαγούμια σκάβουνε τη γη,
να παίρνει ιδέες , η ώρα όταν έρθει,
πώς να μαγκώσει τον εξουσιαστή,
έτρεχε, κι αγρικούσε μέσα απ' όλα
τα ζούδια, τους κρυμμένους βαθρακούς
που τερετίζαν' σαν τα πολυβόλα
εχθρούς που φοβερίζουν ταξικούς,
έτρεχε, πλάι στον πεύκο και στο βράχο,
στη λάσπη, στ' ασπαλάθια, στο νερό,
να βλέπει το λασπιάρη, τον ξωμάχο,
τον έρμο, τον φτωχό, τον ταπεινό,
έτρεχε, στον αιθέρα ν' ανταμώνει
τον άφθαρτο κι αριόν και κοσμικό,
το Σπάρτακο, τον Τσε, τον Κατσαντώνη,
τον Άρη, το Χικμέτ, το Σολωμό,
έτρεχε , κι άμα γύρναγε στο σπίτι,
βουβά τον κοινωνούσε η φαμελιά,
κάθιδρο Εσταυρωμένο και προφήτη,
στην κάμαρη άστρο, μύρο και Νοτιά.
Έτρεχε μες στη Φύση...
ά. - λεύτερη Πίνδος
*χαμόραγκας=ο τυφλοπόντικας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου