Έλεγα ταχτικά πως, οι γραφές μου
απλές κι αληθινές θα πρέπει να 'ναι :
αγιόκλημα και χώμα να ευωδάνε
κι αίμα να στάζουν όπως κι οι πληγές μου.
Γιατί, δεν χωρατεύεις με τους φθόγγους.
Δεν είναι παίξε-γέλασε οι λέξεις.
Την πιο σωστή θα πρέπει να διαλέξεις,
αν σέβεσαι της Ποιητικής τους νόμους.
Κι ύστερα, συλλογίζομουν, ακόμα,
μην τύχει ανθρώποι απλοί να τις διαβάσουν,
κι εργάτες μη, στα χέρια σαν τις πιάσουν,
τις ρίξουν ,μη εννοώντας τες, στο χώμα.
Κι έτσι, δειλά-δειλά τα ποιήματά μου,
τα σκάρωνα με περισσή αγωνία,
χωρίς βιασύνη κι έπαρση καμία .
Κι εθύμιζα στην τόσην άργητά μου,
γέρο-ασκητή στη σκήτη του κλεισμένο,
που η κάθε οργιά ας μην του 'ναι, σκήτης, ξένη,
εντούτοις, πού πατάει και πού πηγαίνει,
ποτέ δεν θα τον δεις σιγουρεμένο...
Κι ας μην επαίνους χάρηκα ποτές μου,
κι ας μην για Ιεροφάντη με περνάνε,
απλές κι αληθινές θα πρέπει να ΄ναι,
έλεγα, εμένα πάντοτε οι γραφές μου...
Άγγελος