Η μάνα μένει στα Τζουμέρκα
κι εγώ Λαρίσσης δεκαεννιά,
δεν βγαίνει σαν τηλεφωνάω,
βγαίνει στον ύπνο μου βαθιά,
περνά σκυφτή την Κηφισσίας
με τα γυαλιά της τα χοντρά,
την κόβει μια μπορντώ Μερτσέντες,
σηκώνεται και προχωρά.
Μάνα με το μικρό σου γιο
και με τον πόνο παραγιό.
Στα Γιάννενα φυσά και βρέχει
και στην Αθήνα είναι ζεστά,
διάβηκε η μάνα μου το Ρίο
με τα ματάκια της κλειστά,
μαύρο-κατάμαυρο αφήνει
δάκρυ στη Σκάλα την Κακιά,
στη Χαλυβουργική απόξω
το Λούρο και τον Καλαμά.
Μάνα με το μικρό σου γιο
και με τον πόνο παραγιό.
Άγγελος