Σώπα ! Ακουρμάσου, μάνα-γη...
Σώπασε κι ακουρμάσου,
ό,τι σαλεύει όλο ζωή,
στ' ακροπετρόχειλά σου...
Ό,τι τη φλέβα του δονεί
ο παφλασμός του αιμάτου,
ό,τι έχει θρόισμα, φωνή
και μνήμη του θανάτου :
Η κάμπια, ο λύκος, ο αμνός,
ο πεύκος, τ' αρμυρίκι,
η σμέρνα, η όχεντρα, ο λαγός,
ο σπούργος, το τζιτζίκι,
κι ο άνθρωπος ο δικαστής
ο βαριοδικασμένος
ο μάστορας ο χαλαστής
ο λασποζυμωμένος.
Μικρά κι αμπόρεγα ευτελή
-μεγάλος ο Θεός τους-
με του θανάτου το φιλί
ψηλά στο κούτελό τους.
Εδώ πατούν, εκεί τραβούν,
πέφτουνε παραπέρα,
ολότελα ώσπου να χαθούν
μια παγωμένη εσπέρα,
σαν τον ανθό του κατιφέ,
σαν τσάμικος στα ξένα,
σαν να μην ήτανε ποτέ
στον κόσμο γεννημένα.
Σαν να μην τα 'κανε Θεός
ρίζα, καημός και μάνα.
Γι' αυτό, μανούλα, μάνα-γη,
μην τα κακοκαρδίζεις
σ'χώρα τα, αγάπα τα πολύ
και μην τα σεκλετίζεις.
Άγγελος
Άγγελος