Τα σπίτια στο Καπέσοβο,
οι χτίστες τα 'χουν κάνει
με πέτρα του Άθω και πηλό
βαθιά απ' τον Ιορδάνη.
Τα 'ναι ένα με τη μάνα-γης ,
φιλιούνται με το χώμα,
ιδρώνουνε τον Αύγουστο,
κρυώνουν το χειμώνα,
πίνουν το μύρο της βροχής
και τ' άρωμα της γύρης,
μεθούν οι τοίχοι κι η σκεπή,
μεθάει κι ο νοικοκύρης
ρίχνει το ντέρτι το βαρύ,
την πίκρα που τον τρώει,
απάνω απ' το θολό μυαλό,
κάτω στ' ογρό κατώι,
χώμα να σμίξει και νερό,
ν' ανθίσει, να βλαστήσει,
να γίνει γερο-πλάτανος
και μαύρο κυπαρίσσι,
με τη ζυγιά του να 'ρχεται
ο γκιώνης να λαλάει,
τη μοίρα την ανθρώπινη
σα μάνα ν' αγαπάει.
.....................................
Τα σπίτια στο Καπέσοβο,
τα δίπατα παλάτια,
να τα κοιτάς με ντροπαλά χαμηλωμένα μάτια.
Άγγελος