Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

Βωβούσα


 ...στη photo του Γιάννη Νικολού: Βωβούσα ή Μπαϊάσα, 5 τσιγάρα δρόμος απ' τα Γιάννενα, 10 απ' την Αθήνα(τώρα με την Ιονια οδό)...μα, να 'χεις και γερά ποδάρια να τραβήξεις μονάχος κατά τη Βάλια-Κάλντα μετά...
...Ιδού της Πίνδου ο ασφόδελος
Βωβούσα ή Μπαϊάσα
ένας στυλίτης στα βουνά
με κόκκινα-άσπρα ράσα 
πέρασε κι ήπιε μιαν αυγή
νερό στη Βάλια-Κάλντα
ζουρλάθηκε μαγεύτηκε
έμεινε εκεί για πάντα
χωριάτης απονήρευτος
ντελικανής κι αθώος
η Τραμουντάνα τον φυσά
τον ξεδιψά ο Αώος
στ' Αλέξη Μίσιου κάθεται
το πέτρινο γιοφύρι
καπνίζει φύλλα ερημιάς
και πίνει ξεροσφύρι
το χνώτο τ' αγριόγιδου
το ρόγχο της αρκούδας
την πορφυρένια ανασεμιά
της νυχτοπεταλούδας,
καμιά φορά τον ενοχλάν'
ευαίσθητοι οικολόγοι
"αφήστε με , τους απαντά,
κι όλα μού πάν' ρολόγι,
έχω καρδούλα πέτρινη
και παγωμένη ανάσα",
ιδού της Πίνδου ο ασφόδελος
Βωβούσα ή Μπαϊάσα.
ά. - 12 Δεκέμβρη του 2017 - λεύτερη Πίνδος

Το λεωφορείο το "9", στα Γιάννενα...



....στη photo του Γιάννη Νικολού:Γιάννενα...το χιόνι στο ρολόι στην Πλατεία...η ομορφιά που κάνει ως και τ' άψυχα(?) να υποφέρουν που δεν μπορούν να τη χαρούν όπως αυτά θα ήθελαν : το λεωφορείο το "εννιά, το αστικό για την ακρίβεια, που θέλει να γίνει ..υπεραστικό να ταξιδέψει μακριά να βγει ψηλά ν' αγναντεψει τον κόσμο...
... Χιόνι κι ωραία αταραξιά
απ' τ' ουρανού το θόλο,
το λεωφορείο το "εννιά"
γύρισε από το Μώλο

στέκεται αντίκρυ απ΄το ψηλό
το πέτρινο ρολόι
κι ένας βαρύς είκοσι οχτώ
χρόνων καημός το τρώει
που το δικάσαν' μια ζωή
να τριγυρνάει στο άστυ
μούχλα καπνιά μπετό γυαλί
σκόνη και μαύρη λάσπη
θέλει ν' ανέβει στα βουνά
να δει τον κόσμο όλο,
το λεωφορείο το "εννιά"
γύρισε από το Μώλο,
μπαίνει ο οδηγός με τον καφέ
και με τα πατσιαλίκια
ανάβει τ' άφιλτρο Sante
ρίχνει δυο μπινελίκια
και φτύνοντας το φθισικό
κίτρινο ρόχαλό του
τού σφάζει τον μεταλλικό
ωραίο ψυχισμό του
στα σκουριασμένα ρουλεμάν
βαθιά στις βαλβολίνες
στα λάστιχα και στο σασμάν
κάτω απ' τις λαμαρίνες,
μα κι αν πονάει ποιος το ρωτά
αν χρήζει θεραπείας
το λεωφορειο το "εννιά"
στη στάση της Πλατείας ;
ά. - 11 Δεκέμβρη του 2017 - λεύτερη Πίνδος

Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2017

Γιάννενα . . .


...Γιάννενα παναπεί βροχή
βαλκάνιο μποστάνι
Τούρκοι Εβραίοι και χριστιανοί
χίλιων χρονών χαρμάνι
καφές γλυκός στο Κουρμανιό
με δώδεκα φουσκάλες
να στάζουν μέσα σου σωρό
μνήμες-γλυκές ψιχάλες
ώρα εβδόμη βραδινή
απ' το βαρύ ταβάνι,
Γιάννενα παναπεί βροχή
κρύο κι ογρό μποστάνι.
ά. - 9 Δεκέμβρη του 2017 - λεύτερη Πίνδος

Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2017

Ο άγγελος της Καλούτσιανης



...1975...η οδός ΚΑ Φεβρουαρίου (21ης Φεβρουαρίου), στην παιδική μου συνοικία την Καλούτσιανη...πέτρα, τσιατμάδες και κεραμίδια, πριν την επέλαση του μπετόν αρμέ...κι άνθρωποι φτωχοί, αγνοί κι ωραίοι...κι όμορφα-αμαρτωλοί σαν πεπτωκότες άγγελοι....
..Εδώ λοιπόν στην πέτρινη
Κάπα-Άλφα Φεβρουαρίου,
κατέβαινε το χάραμα
ένας άγγελος Κυρίου

ψηλός μελαχρινός ωσάν
αθίγγανος αλήτης
κι ωσάν μονάχος κι έρημος
ανέστιος σπουργίτης,

στου Μπούση* το περίπτερο
αγόραζε Άσο σκέτο,
στο καφενείο του Καλατζή*
έπινε τον καφέ του ,
μετά στο Βράχο* έτρωγε
πατσά ψιλοκομμένο
κι ύστερα με το σώμα του
χορτάτο στυλωμένο
πήγαινε και ξεφόρτωνε
άλευρα στην Αβέρωφ**,
να βγάλει μεροκάματο,
κι ακόμα, απ' όσο ξέρω
ποτέ δεν έπιασε λεφτά
στα χέρια τα λεπτά του,
πλήρωνε τάζοντας γλυκούς
μελλοντικούς θανάτους
ατάραχους νυχτερινούς
χαράματα Σαββάτου
νά 'βγει η ψυχή στα ήσυχα
στον ύπνο μπαμ και κάτω,
και πληρωνόταν μ' έγχυση
χοντροκοπιάς εντός του,
ν' αντέχει ο ευάλωτος
εύθραυστος ψυχισμός του,
μια μέρα ήπιε στον Αστήρ*
τσίπουρο ξεροσφύρι
κι ύστερα αναλήφτηκε
απόξω απ' τον Πορφύρη*,
ανέβαινε, και στα στενά
κόβονταν οι ακακίες
κι εφύτρωναν  τριώροφα
και πολυκατοικίες,
ανέβαινε και πέθαιναν
τα τελευταία ντερβίσια
με τις ψυχές τις διάφανες
και τα κρυφά χασίσια,
ανέβαινε κι ανέβαινε
κι όσοι καταλαβαίναν'
χώμα και παστρικό παλιό
νερό μεταλαβαίναν' ,
-το χώμα τό 'φαε το μπετό
και το βαρύ τσιμέντο,
και το νερό το παστρικό
βάρεσε φαλιμέντο,
το δίνει ο Χήτος τρία ευρώ
τριάμισυ ο "Βίκος",
το δέρνει ο ήλιος ξέσκεπο,
πίνεις, σε τρώει ο λύκος-
ανέβαινε κι ανέβαινε
κι έβγαλε μια τζαμπούνα
κι ωσάν προφήτης λάλαγε
κι ωσάν γριά κουρούνα :
"σκούξε Χατζή τα Γιάννενα
Γκανά τους μιναρέδες
ετούτη η πόλη γιόμισε
νεόπλουτους τζουτζέδες" ,
κι ανέβαινε σαν τον καπνό
απ' του φτωχού τη σόμπα,
σαν ζούνταπ αγρασάριστο
στα Γιάννενα του '80
που τράβαε στον ανήφορο
απ' το Τζαμί στ' Αηδόνι***
κι εβρόνταγε η εξάτμιση
σαν τούρκικο κανόνι,
κι ανέβαινε κι ανέβαινε
και τού 'βγαινε η ψυχούλα,
κι από ψηλά τού εγνέφανε
ο Μήτρος**** κι η Τσιβούλα****,
κι ανέβαινε κι ανέβαινε...
ά. - 4 Δεκέμβρη του 2017 - λεύτερη Πϊνδος
*το περίπτερο του Μπούση, το καφενείο του Καλατζή, το εστιατόριον "Ο βράχος", το ζαχαροπλαστείον "Ο Αστήρ", το μαγαζί του Πορφύρη : περίπτερο, καφενείο, εστιατόριο, ζαχαροπλαστείο, μαγαζί, αντίστοιχα...πασίγνωστα Καλουτσιανά στέκια εκείνο τον καιρό, μαζί και με πολλά-πολλά άλλα ακόμη...
** η οδός Αβέρωφ, που εκείνα τα χρόνια είχε άλλη εντελώς όψη....
*** συνοικία πάνω ακριβώς απ' τη συνοικία της Καλούτσιανης
****εμβληματικές φυσιογνωμίες στα Γιάννενα, εκείνο τον καιρό....


Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2017

Τα καμπαναριά με φώτα, δεν τα θέλει ούτ' ο Θεός...


...αν κάτι απ' όλη την ορθόδοξη χριστιανική λατρεία , εντελώς ανεξήγητα, μ' έθελγε από παιδάκι, ήταν οι παλιές μικρές εκκλησιές με τις κάτισχνες μορφές των αγίων, τα   επίσης ισχνά και χαμηλόθωρα κυρτωμένα γεροντάκια στην Αγια-Παρασκευη στο χωριό,με τις τραγιάσκες στη μασχάλη, οι βυζαντινοί ύμνοι που τους ξαναηύρα αυτούσιους αργότερα στο Θεοδωράκη,στον Τσιτσάνη, στον Καλδάρα κ.λ , και κυρίως η επιβεβλημένη στις εκκλησιές σιωπή, με το λιγοστό φως απ' τα χρωματισμένα παράθυρα...η αποθέωση του λιτού εν ολίγοις....σήμερα, οι επιτροποι στις εκκλησιές, φωτίζουν ως και τα καμπαναριά,σαν  σπίτια  νεόπλουτων ....όπως το καμπαναριό της Αγια-Μαρίνας (φωτογραφία) την εκκλησιά της κατ' εξοχήν λαϊκής συνοικίας των Γιαννίνων, που διακόσια και βάλε χρόνια λούζονταν τις νύχτες στο γλυκό λιγοστό φως του φεγγαριού, για να 'ρθουν σήμερα οι επίτροποι της εκκλησιάς να το γιομίσουν φώτα και προβολείς, σαν ταμπέλα  μαγαζιού της παραλιακής στην Αθήνα...το εντελώς αντίθετο της Παπαδιαμαντικής προσέγγισης στην ορθόδοξη πίστη/λατρεία...

   Τα καμπαναριά με φώτα, 
δεν τα θέλει ούτ' ο Θεός, 
συγχυσμένοι οι Άγιοι φεύγουν
και τους ψάχνει ο πιστός  

στο σκοτάδι στα σοκάκια
σαν αλήτες στα παγκάκια : 

"-Άγιε , γύρνα!" "-Δε γυρνάω!" 
"-Μπες ξανά στην εκκλησιά 
να 'ρχομαι να προσκυνάω  
με λαμπάδα με κεριά, 

να γιομίζω το παγκάρι 
με το μεροκάματο ,
 να μη σκιάζομαι αρρώστια
κόλαση και θάνατο." 

"-Δε γυρνάω, πού να γείρω, 
ησυχία πού να βρω, 
οι επίτροποι γιομίσαν'
φώτα το καμπαναριό , 

πάει κι η μελατονίνη 
πάει ο ύπνος ο καλός, 
Νοσφεράτου έχω γίνει.
Δεν γυρίζω,οριστικώς !" 
..................................
Κι έτσι χαίρεται κι ο άγιος
 ύπνο αδιατάραχτο, 
κι ο πιστός δεν ακουμπάει
μισό μεροκάματο 

στο παγκάρι. Μαύρο δάκρυ 
χύνουν οι επίτροποι. 
Στο ψαλτήρι ορθοί στην άκρη  
έρημοι κι αμφίρροποι 

τελαλίζουν οι ψαλτάδες 
τεριρέμια και χαβάδες 

"άγιος ο Θεός ο ένας 
άγιος μέγας κι ισχυρός".
Τα καμπαναριά με φώτα,
δεν τα θέλει ούτε ο Θεός. 
ά.

Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2017

Πανσέληνα Γιάννενα


 ...Ιτς Καλέ, Γιάννενα...η αποψινή πανσέληνος...χρυσό φλουρί το φεγγάρι,που θαρρείς κυλάει να πέσει στα γυάλινα Γιάννενα...
...Mέσα  απ'  τ'  Αρχάγγελου  την  τσέπη 
ψηλά  στα  νέφη  τα  γκρενά,
χρυσό φλουρί κυλάει  και  πέφτει
στα  γυάλινα τα Γιάννενα.

Φτωχός  αν  τό  'βρει,  θα  σωθεί.
Aνήμπορος,  θα  γιατρευτεί.
Tρελός,  θα  μικροπαντρευτεί
την άνοιξη  και  τη  βροχή.

Ψάχνουνε  χίλιοι  μες  στη  λίμνη,
στις  καλαμιές  και  στο  νερό,
και  πέντε-δέκα  μες  στη  μνήμη
και  στο  βυζαντινό  καιρό.

Άγγελος 

Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2017

Η κυρά στην Τσούκα-Ρόσσα σιμά

Φωτογραφία της Eleni Priovolou.

 ...άνθρωποι αληθινοί, π' άγιασαν στα βουνά ψηλά, μόνοι ωραίοι κι ΑΛΗΘΙΝΟΙ, και ψήλωσαν  σαν τις λυγαριές στο βοριά... 

 -Κυρούλα , οπού 'σαι λυγαριά  
ψηλή και δεν σε φτάνω, 
πες μου τι ειδίσματα* πουλάς  
στην ερημιά εδώ πάνω;  

-Πουλάω τ' αστέρια, γιόκα μου,  
που εδώ ψηλάθε λάμπουν
χίλιες φορές περ'σσότερο  
απ' τα φλουριά του κάμπου, 

πουλάω το χιόνι, το θρασκιά,  
το μύρο απ' το ρουμάνι 
σαν του Χριστούλη που ευωδά  
τ' αγκαθωτό στεφάνι, 
  
κι όσα μού δίνουνε λεφτά 
τα κρύβω τα βαστάω 
να πάρω τον πυκνό ταφτά 
στα Γιάννενα σαν πάω, 

να ράψω τ' άσπρο νυφικό 
να το 'χω για το γάμο 
 να το 'χω σαν θα παντρευτώ
στη γης βαθιά και χάμω 

το βράχο τον ξερόβραχο 
που δρόσιζε ο αγέρας 
κι οπού μού εστάθηκε αδερφός 
και φίλος και πατέρας 

εδώ στην Πίνδο οπού 'ζησα 
κάτω απ' την Τσούκα Ρόσσα 
σαν νεραϊδίσια τη ζωή   
και χρόνια σαν τρακόσια. 
ά. -2 Σεπτέμβρη του 2017- λεύτερη Πίνδος 

1 ειδίσματα=πράματα



Τετάρτη 30 Αυγούστου 2017

Ο Σάκη-Μήτρο-Ντόκος



Παίζει το κερατζίδικο
ο Σάκη-Μήτρο-Ντόκος
κι αντιλαλούν τα διάσελα
κι αναγαλλιάζει ο τόπος,

ξυπνάει κι ο έρμος κερατζής
μέσα απ' το μαύρο μνήμα
ρούχα φοράει τα σύγνεφα
και τ' ασπαλάθια ντύμα,
αναμεράει τα χώματα
και το βαρύ λιθάρι,
θεριό τον κάνει ο έλατος
κι ο ήλιος παλληκάρι,
βαράει βιτσιά τ' αλόγου του,
δεν τον χωράει ο τόπος.
Παίζει το κερατζίδικο
ο Σάκη-Μήτρο-Ντόκος...
ά. -λεύτερη Πίνδος

Τρίτη 22 Αυγούστου 2017

Το Τετραβάγγελο



 Ο πρώτος απ' τ'  αριστερά 
που στέκει  ωσάν  μονάχος,
ήταν οσιομάρτυρας
και μάρτυράς μου ο Άθως.

 Έμαθε χίλια γράμματα
τη φτώχεια στα Τζουμέρκα,
με τετραβάγγελο ανοιχτό
στον  ήλιο και στην  πέτρα.
................................... 
Ο πρώτος απ'  τ'  αριστερά
μουστάκι  οπού  'χει  μαύρο,
για μάτια  είχε  δυο  πουλιά
και  για  καρδιά  ένα νάρδο. 

Πέρασε  -τι δεν πέρασε-
και του Χριστού τα Πάθη.
Σαν το πουλί λαβώθηκε 
σα ρόδο εμαράθη.

                                   ........................................
O πρώτος  απ'  τ'  αριστερά
του  κόσμου  ας είν'  του  κάτου,
τα μάτια του έχω μάτια μου
καρδιά μου την καρδιά του.

Και  που θωρώ το Ελληναριό
στ'  απόσπασμα στημένο
στον ίδιο τον καταχτητή
στο  σταυρωτή τον ξένο, 

και που  θωρώ τον  τόπο  μου 
-το μέγα  καλυβάκι-
Άη-Στράτη   και  Μακρόνησο,
από  την  Κω  ως  τη   Θράκη,

 

δεν φταίει που  'χω  για μάτια  μου
τα  μάτια  τα  δικά  του
και  για  καρδιά  στα  στήθια  μου
την  τρυφερή  καρδιά  του,

μα, φταίει εκείνο  τ' ανοιχτό
στον ήλιο  και  στην  πέτρα 
τ'  άγιο το Τετραβάγγελο
απάνω στα Τζουμέρκα.

Στον  ύπνο  μου  το  μελετώ,
στον  ξύπνο  μου  τ'  ανοίγω,
τ'  αγγίζω κι  απ'  του  κύρη  μου
το  μπόι  παίρνω λίγο.
 
Έχει την Πίνδο εξώφυλλο
ν'  αντέχει  στους  αιώνες,
κι έχει  μονάχα  ζωγραφιές,
τέσσερις  μόνο  εικόνες :


μιαν  άγια μάνα στα βουνά,
έναν λασπιάρη εργάτη,
το Διονύσιο Σολωμό
και του Θεού το μάτι.


Άγγελος 
31 Αλωνάρη του 2012




Παρασκευή 4 Αυγούστου 2017

Ο φωτογράφος στη λίμνη στα Γιάννενα

 (...Παμβώτις...η φωτογραφία, απ' το  blog photoioannina...)

Σύννεφα πάνω από τη λίμνη
-γαλάζιο πάνω τους και κάτω- 
κι ο φωτογράφος το χαμίνι,
αφρόγαλο τα  'χει στο πιάτο...

Το μάτι  πίνει, ξεδιψάει , 
αδειάζει του ουρανού το θόλο, 
μεθάει, ευφραίνεται, ρουφάει 
το Σύμπαν, άσπρο πάτο, όλο... 

Αγνή κι απέραντη λευκότης...! 
Χαρά σ' αυτόν που 'ναι από γέννα 
ονειρευτής κι ονειροπότης, 
την Ομορφιά συνέχεια μ' ένα 

διάφραγμα να κυνηγάει. 
Ο φωτογράφος το χαμίνι,
στέμμα τα πάλλευκα φοράει
σύννεφα πάνω από τη λίμνη. 

ά. - λεύτερη Πίνδος


Δευτέρα 31 Ιουλίου 2017

Στα Τζουμέρκα η γουρούνα



...ντάλα μεσημερι Κυριακής τ' Αλωνάρη, η γουρούνα διαβαίνει στη δημοσιά του χωριού στα 1100 μετρα ψηλά, ετοιμη ν' απογειωθεί ,θαρρείς,για τ' απέναντι Τζουμερκιώτικα αγριοβούνια...η γουρούνα μαρσάρει, ο δρόμος γιομίζει μυρουδιά μπεντζίνας, που σμίγει με τη μυρουδιά απ' το ρακί που αναδύεται απ' τα 2 παρακείμενα μαγαζιά της πλατείας,ο θόρυβος του μαρσαρίσματος ξυπνάει τους αποθαμένους στο  κοιμητήριο της Αγια-Παρασκευής δίπλα στα 50 μέτρα, οι αποθαμένοι πάνε για μια κολτσίνα στο μαγαζί του Δήμου...η Κυριακή λιγοθυμάει απ' την ανάκατη μυρουδιά μπεντζίνας και τσίπουρου....ή μεσημβρινή ραστώνη ψηλά στα 1100 μέτρα....
Μεσημεράκι τρεις παρά
μες του χωριού τη δημοσιά
διαβαίνει -ω!να!- η γουρούνα
να ζώσει ποταμούς βουνά
Άραχθο Αώο Τσαμαντά
Τζουμέρκα και Μελούνα. 

Ψηλά στη γέρικη σκαμνιά 
κάμπιες τζιτζίκια και πουλιά  
και μέρμηγκες μιλιούνια 
 κουνούν μαντήλι στο κλαδί
και τραγουδούν "ώρα καλή",
κι αγνάντι τ' αγριοβούνια 

διάπλατη ανοίγουν αγκαλιά 
καμπάνες κρούουν και κυπριά 
και κοπαδιών κουδούνια. 
Μεσημεράκι τρεις παρά 
μες του χωριού τη δημοσιά 
διαβαίνει η γουρούνα.  
 .......................................
 Λιγοθυμάει η Κυριακή,
μπεντζίνα, ασπάλαθοι, ρακί 
στο μαγαζί κλαρίνα, 
κι απ' την Αγια-Παρασκευή  
οι αποθαμένοι πάν' γραμμή 
στο Δήμο για κολτσίνα.

ά.- 30 Αλωνάρη του 2017

Κυριακή 30 Ιουλίου 2017

Μίκης θεόθεν ! -ακροστοιχίδα


 ....ακροστοιχίδα :Μίκης θεόθεν...μπήκε χτες στα 93 του...
Μ-ετά από αιώνες που όλα θα 'χουν γίνει
Ι-ζημα κι αστερόσκονη στη Γη,
Κ-άπου μακριά στου Σύμπαντος τη δίνη
Η μουσική του Μίκη   θ' αντηχεί
Σ-των άστρων τη βαθύτατη γαλήνη. 

Θ-α  στέκει ορθός στο πόντιουμ του Βέγα
Ε-ν τοις  γλαυκοίς αιθέριοις ουρανοίς
Ο Μίκης με το μπόι του το μέγα
Θ-εός  κι ήλιος κι αιώνιος αυλητής
Έ-φηβα ουρί στην Αρμονία ταμένα
Ν-α γονιμοποιεί μεσουρανίς! 

ά. -29 Αλωνάρη του 93 μ.Μ (μετά Μίκη) 

Σάββατο 29 Ιουλίου 2017

Ο μικρός Μάριος στην αυλή του, στα Γιάννενα,το '68

Κάθισε ο Μάριος στη σκιά 
μικρό παιδάκι οχτώ στα εννιά, 
κάτω απ' το τίλιο,
τα ποδαράκια σταυρωτά 
τα μάτια αφώλιαγα πουλιά 
ήλιοι στον ήλιο,
 

κι όσο τ' αγέρι τ' απαλό,  
το τσουλουφάκι το ξανθό 
στο πλάι να κάνει,  
εδιάβηκε η μισή ζωή 
στη λιόφωτη δροσάτη αυλή  

σαν το ποτάμι.  

ά.-28 Αλωνάρη του 2017

Παρασκευή 28 Ιουλίου 2017

Ένας ανεκδιήγητος "πρόεδρος" . . .(επαναδημοσίευση)

...βλέποντάς τον χτες στις ειδήσεις, που αντιμετωπισε ,λέει, με επιτυχία τη λοιμωξη του αναπνευστικού κ.λ κ.λ...ο 88χρονος πρώην πρόεδρος δημοκρατίας, ο πιο άχρωμος κι άβουλος που περασε ποτέ... ο κατ' ευφημισμόν αριστερός/σοσιαλιστης Καρολος Παπούλιας...

http://epirusgate.blogspot.gr/2014/07/blog-post_8882.html?spref=fb

Αν ήσουν, "πρόεδρε", ΠΡΟΕΔΡΟΣ...
Αχ κυρ-Παπούλια "πρόεδρε",
δεν σ' άγγιξε το χιόνι,
που σκόρπαγαν οι άγγελοι 
τις νύχτες στο Πωγώνι,
τότε που η φτώχεια τσούλωνε
σιμά στο παραγώνι,
να ζεσταθεί να ονειρευτεί
τον Άγιο-Κατσαντώνη....
.............................................
Αν ήσουν, "πρόεδρε", ΠΡΟΕΔΡΟΣ
με τσαγανό κι αρχίδια,
μαχαίρι, "πρόεδρε", θα 'κοβες
τα ίδια και τα ίδια,

τα νταλαβέρια τ' άχρηστα
με τους μητροπολίτες
τους ρασοφόρους τους χοντρούς
τούς εντελώς κοπρίτες,
και ,"πρόεδρε", θα συνάνταγες
ανθρώπους του ιδρώτα
που τους γαμούν ξεσάλιωτα
και με χωρίς καπότα,
τ' αφεντικά τ' αχόρταγα,
κι οι εν γένει εξουσίες,
οι κυβερνήσεις οι δοτές
κι οι τραπεζομαφίες,
αυτούς θα πάαινες νά 'βρισκες
που με καημό στα χείλια
μέρα και νύχτα πολεμάν'
να ζήσουν τη φαμίλια,
αυτούς θα πάαινες να 'σμιγες,
"πρόεδρε" κυρ-Παπούλια,
με τα μικρά τα πενιχρά
τα ψωρομεροδούλια,
κι αν ήσουν μάγκας, "πρόεδρε"
θα ρώταγες αμέσως
με πόσα ευρώ το μήνα ζει
ο Έλληνας ο μέσος,
και τόσα, μάγκα "πρόεδρε"
παλιέ Ελασίτη αντάρτη
θα βάσταγες κι ελόγου σου
για τη δικιά σου πάρτη,
τουτέστιν πεντακόσια ευρώ,
και τ' άλλα, κάθε μήνα,
θα τα σκορπούσες , "πρόεδρε"
στη φτώχεια στην Αθήνα,
και θα ματάτρω'ες , "πρόεδρε",
κρομύδια και μπομπότα,
πληγούρι, λαχανόπιτα,
και ψωμοτύρ' , σαν πρώτα
που 'σουν απάνω στο χωριό,
φτωχούλι στο Πωγώνι
αγνός -ακόμα- κι άσπιλος
κι ωραίος σαν το χιόνι,
"πρόεδρε", που δεν φαντάζοσουν
πως κάποτε θα 'νάρθει
μέρα, που στον αντίποδα
θα βρίσκεσαι του αντάρτη....
.....................................
Πόσο με θλίβεις, "πρόεδρε" ,
που φύτρα Ηπειρώτη,
γέννησε του λαού οχτρό
κι ύπατο Ισκαριώτη...
Να 'ναι ο κοσμάκης στο Σταυρό
γυμνός, φτωχός και μόνος,
και να υπογράφεις, "πρόεδρε",
το "Σταύρωσον", προφρόνως,
ίσκιος, συμπλήρωμα κι ουρά
του Καίσαρα τ' Αντώνη...
Αχ ωρέ "πρόεδρε" φουκαρά,
δεν σ' άγγιξε το χιόνι,
'κείνο το χιόνι το παλιό
τ' αμόλυντο το χιόνι,
που σκόρπαγαν οι άγγελοι
τις νύχτες στο Πωγώνι....
άγγελος -λεύτερη Πίνδος-16 Αλωνάρη του 2014 

Πέμπτη 27 Ιουλίου 2017

Ο Άραχθος, τα Φώτα

 (...στις φωτογραφίες, κάτω απ' τους στίχους: αγιασμός των υδάτων, σήμερα στον Άραχθο, στο γιοφύρι της Πλάκας...οι άνθρωποι άγιασαν τα ύδατα, ή ο Άραχθος άγιασε ανθρώπους και Σύμπαν...;;;) 

 Παλληκαράκι ο Άραχθος κατέβαινε όλο βιάση! 
Τα ρούχα του είχε απ' το πρωί ντυθεί τα πιο καλά 
τα παστρικά, να 'ν' όμορφος και σένιος στο γιορτάσι 
των Φώτων , όπου τ' Άγια του θ' αγιάζανε νερά.

Κι εφρούμαζε σαν τ' άλογο που ολόρτο στο παζάρι, 
τα χρυσαφένια, ολόλαμπρα, φορώντας χαϊμαλιά,  
να ευχαριστήσει τον βαρύν , τηράει, τον καβαλάρη 
που οκνός στρογγυλοκάθεται στη σέλλα του ψηλά, 

κι επήδαε και τινάζονταν κι ωσάν θεριό εβογκούσε 
'τούτος που ακόμα κι απ' αυτόν το Γιαραμπή ψηλά, 
τι 'ναι ζωή κι ορμή και Φως, καλύτερα νογούσε, 
έτσι που απ' τα μικράτα του, γυρνούσε στα βουνά . 

Όσο που σαν συνάχτηκε στη μια, το ποίμνιο, όχθη, 
το καλυμαύχι ανόρεχτα άμα φόρεσε ο παπάς, 
πώς ίδια εγείρονται οι πιστοί, έτσι κι αυτός σηκώθη 
ο Άραχθος καταμεσής της κρύας της ποταμιάς, 

και μάρτυράς μου η πάνσεπτη η πέτρα, η γκρίζα αφέντρα
της Πίνδου, που 'ναι πάνω από ανθρώπους και θεούς,  
χίλια κι ακόμη πιο ψηλά πάνω εσηκώθη μέτρα, 
τόσο που η κοίτη, τούς γλαυκούς έσμιξεν ουρανούς, 

κι όλοι το μέγα εθάμαξαν το υδάτινο πλοκάμι 
και πιότερο ο παπάς με μιαν απόγνωση βουβή,
που πάνω απ' Άγιους και  Θεό υψωμένο το ποτάμι 
τη Τζουμερκιώτικη έλουσε ολοτρόγυρα αχλή. 

Κι αντίς ν' αγιάσουν τα νερά, με τους σταυρούς οι ανθρώποι, 
 και με ψαλμούς και προσευχές στην ακροποταμιά,
ψάλτης, θεός κι αρχάγγελος στου αιθέρα τη μετόπη, 
ο Άραχθος  τούς άγιασε , τούς μέρωσε γλυκά,  

πώς μερωμένα εστέκανε στις όχτες του τα δέντρα, 
ψηλοί ασκητές αγέρωχοι στους άγριους τους καιρούς! 
Ναι ! μάρτυράς μου η πάνσεπτη η πέτρα, η γκρίζα αφέντρα
της Πίνδου, που 'ναι πάνω από ανθρώπους και θεούς ! 
ά. - 6 Γενάρη του 2016 - λεύτερη Πίνδος






 






Έτριζε το βινύλλιο . . .




Παλιά τραγούδια λαϊκά ,
στάλαζε η φλέβα στην καρδιά
γλυκά το ..δηλητήριο,
έτριζε το βινύλλιο 


πώς τρίζει μες στην κρύα βροχή
του ταξιδιώτη το βαρύ
το βήμα, που ολομόναχος
αυτός και του βοριά ο αχός 

χάνονται μες στη σκοτεινιά
να γίνουν στίχος και πενιά.
Έτσι γεννιούνταν τα παλιά
λαϊκά τραγούδια τα χρυσά.
ά.

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017

Γεια σου, ρε Κώστα Καρυωτάκη !




Γεια σου, ρε Κώστα Καρυωτάκη,
Τριπολιτσιώτικο αηδονάκι, 

εγώ έχω γίνει γραφικός 
να γράφω στίχους για τ' εσένα, 
κι εσύ σταλάζεις μαύρο φως 
στα μάτια μου τα προδομένα, 

ξυπνώ συχνά κι αναρριγώ 
κάτω απ' τη μάλλινη κουβέρτα 
και πριν ραϊσω και χαθώ 
σείεις την ποιητική σου μπέρτα 

στέκεσαι δίπλα μου εδωνά
κι αυτοπυροβολείσαι πάλι 
με τη μπερέτα την παλιά 
και φούρια ακόμα πιο μεγάλη, 

και παίρνω θάρρος που 'μαι εγώ 
ο ζων κι εσύ ο αποθαμένος, 
κι ύπνον βαθύ λυτρωτικό 
ρουφάω, κι εσύ ευχαριστημένος 

σκουπάς το αίμα απ' τα χαλιά 
κι εκ νέου γεμίζεις τη θαλάμη
για να 'σαι έτοιμος ξανά 
όταν σε χρειαστώ και πάλι, 

πόσες φορές, πενήντα -πια- 
χρόνια, σκοτώθηκες για μένα, 
ρε Κώστα απ' την Τριπολιτσά 
που 'χεις τρελού κι Αγίου βλέμμα, 

 κοιτάω το μέρος της καρδιάς, 
μια τρύπα σού 'ναι πια το στήθος, 
φοβάμαι σαν καρδιοχτυπάς 
μη βγει η καρδιά σου απόξω μήπως, 

και μείνεις Κώστα Καρυωτάκη, 
χωρίς καρδιά, να κελαηδάς, 
ευαίσθητο τρελό αηδονάκι, 
να σε κοιτώ να με κοιτάς... 
ά. - λεύτερη Πίνδος- 22 Θεριστή του 2017

Σάββατο 24 Ιουνίου 2017

Σαν θα χαράζει...





Θα 'ναι πρωί, οι γνωστοί σαν θα το μάθουν 
τ' άξαφνο του χαμού μου το χαμπέρι, 
δυο-τρεις χυμένη στη ματιά τους θα 'χουν 
μια θλίψη τυπική ως το μεσημέρι, 

θά 'ρθουν την επομένη στην κηδεία 
θα σκύψουνε θα με νεκροφιλήσουν, 
"-Ω! πέταξε, ποιητική αδεία, 
στ' αστέρια ο παλαβός" θα ψιθυρίσουν, 

κι αφού με παραχώσει ο νεκροθάφτης 
εμέ που το Πινδαίο ύμνησα χώμα, 
θα με σηκώσει στα Τζουμέρκα ο μπάτης, 
κι αυτοί χαρούμενοι που ζούνε(;) ακόμα, 

στην κρύα την τσιμεντένια άραχλη πόλη 
στη γκρίζα θα επιστρέψουν την αιθάλη 
σαν τα ψοφίμια μέσα στη φορμόλη 
το μαύρο τους μη νιώθοντας το χάλι, 

και πια ο ηλιάτορας σαν θα χαράζει 
πέρα απ' τους λόφους τους μενεξεδένιους, 
ποιον μες στο χάραμα θα λογαριάζει 
για ζωντανόν και ποιους γι' αποθαμένους ; 
ά. - λεύτερη Πίνδος - 24 Θεριστή του 2017

Τρίτη 20 Ιουνίου 2017

Αμήχανος πορεύτηκα, αληθινός και πράος . . .(ΕΠΙΤΥΜΒΙΟΝ)




"ΑΜΗΧΑΝΟΣ ΠΟΡΕΥΤΗΚΑ 
ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΚΑΙ ΠΡΑΟΣ,
ΣΤΟ ΤΙΠΟΤΕ ΞΟΔΕΥΤΗΚΑ 
ΣΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ ΣΤΟ ΧΑΟΣ, 

ΣΤΟ ΧΑΟΣ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΟ 
ΣΤΟ ΧΑΟΣ ΤΟ ΕΝΤΟΣ ΜΟΥ." 
στον τάφο μου , σαν θ' ανοιχτώ 
βαθιά στου κάτω κόσμου 

τις περατιές , οι στίχοι αυτοί 
-ποιος θα τους νιώσει , τάχα;- 
με χρώμα να γραφτούν μαβί 
οι στίχοι αυτοί μονάχα, 

κι η εικόνα μου τούτη η πλαϊνή, 
τα δειλινά τα κρύα 
πλάι στο καντήλι να θωρεί 
μ' αβάσταχτη απορία 

τι τάχα οι σκώληκες βαθιά 
ψάχνουν στο καύκαλό μου, 
εμένα που 'χα στα βουνά 
και στ' άστρα το μυαλό μου, 

διατελών ρομαντικός 
κι άμυαλος ισοβίως 
απείθαρχος, αναρχικός 
κι ωσεί παρών κυρίως... 
ά. - λεύτερη Πίνδος