Κάτσαμε στο "Βρετάνια" ψες για παγωτό,
είκοσι μέτρα απ' το παλιό το μπαρ:τη "Σφήκα".
Βράζαν' τα Γιάννενα στου Ιούλη το καυτό
καμίνι,ωστόσο εγώ δροσιά κι απάγκιο βρήκα,
στις μνήμες που 'ρθαν απ' τα χρόνια της φωτιάς
τα χρόνια τ' ανθηρά,τα χρόνια του '80 ,
τότε που εφύσαγε ένας μυστικός βοριάς,
κι η πόλη,απάνω απ' το ταβερνείο του Μπόγκα
ως κάτω το "Παλλάς",την Όαση,το Μακρή,
και του Δημούλα το λαϊκό το καφενείο,
παραδομένη στη λιμνίσια τη αχλή,
όμοιαζε μ' εντευκτήριο που άνοιγε στις δύο
τα ξημερώματα, σωρός να μαζευτούν
οι ποιητές,οι αποσυνάγωγοι,οι παρίες,
κι εκείνοι που 'ξεραν με νοστιμιά να ζουν
γι' αυτό φορτώνονταν μ' αθώες αμαρτίες !
Κι ω! τι δροσούλα οι μνήμες στάλλαξαν , βαθιά
στου ποιητικού μου οίστρου τον χλωρό το μίσχο!
Το παγωτό που επρόσμενε καρτερικά
τον στεγνωμένο μου να τέρψει ουρανίσκο,
μ' έβλεπε ,μ' ιερή μανία,στο χαρτί
σκυμμένον,σαν καλόγερο σε σκήτη του Άθω,
με όψη ιεροφάντη ,απόκοσμη,τρελή,
ώρα καμπόσην,ακατάπαυστα να γράφω,
ώσπου το ποίημα εσχόλασα ! Και νάτο εδώ,
φυσάει μπροστά σας σαν βουνίσια νύχτια αύρα,
να σας δροσίσει,στον πεζό τούτον καιρό,
που όλα τα καίει της αντι-Ποίησης η λάβρα...
ά.- λεύτερη Πίνδος- 21 Αλωνάρη του 2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου