Θυμάμαι τον καιρό που ζωκοπούσα θάνατο
κι είχα τον Πόνο, της ψυχής μονάχο Δέσποτα,
πώς με ζυγώνανε τα που παντού είχαν άβατο,
τα ζαγαράκια, τα ψωρόσκυλα τ' αδέσποτα . . .
Με περιμένανε στο Σύνταγμα, μεσάνυχτα
και στα ραιβά μου τα ποδάρια κουλουριάζονταν.
Στάζαν' ερμιά τα ουρανοπήγαδα ορθάνοιχτα,
κι ας μας μαχαίρωνε, κανένας μας δεν νοιάζονταν.
Κι απ' την ψυχή μου μέσα, τον καρκίνο έβγανα
και τους τον έριχνα ψωμάκι στο πλακόστρωτο,
μαζί και τ' ατσαλένια του μυαλού τα δρέπανα,
που αστράφταν' σαν φωτιές στο κρύο φεγγαρόφωτο...
Κοιτάζαν' σύξυλοι οι τσολιάδες απ' τον Άγνωστο,
-φουστανελάδες δράκοι, αγέρωχοι κι αμίλητοι-
τ' ανθρωποσκυλολόι τ' αλλόκοτο, τ' ανάρμοστο
και δάκρυζαν μες στο σκοτάδι, ορθοί κι ακίνητοι . . .
Κι ύστερα, χάραζε η αυγή γι' αυτούς που ζούσανε,
κι ύπνο γλυκό μιας ώρας να σταλάξω, γύριζα,
στ' άδεια τα μάτια μου, που δίπλα τους περνούσανε
τρελά πουλιά και στοιχειωμένοι φόβοι, σύριζα . . .
Κι όπως γαβγίζαν' τα σκυλιά κι η κρύα άχνα τους,
σαν φωτοστέφανο στ' αυτιά τους στριφογύριζε,
έβγαιν' αμάσητος βαθιά μέσ' απ' τα σπλάχνα τους
και στην ψυχούλα μου ο καρκίνος ξαναγύριζε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου