(Γραμμένο τούτο το ποίημά μου,με τον τρόπο του Άγγελου Σικελιανού,στο ποίημά του "Στ Ὅσιου Λουκᾶ τὸ Μοναστήρι":http://users.uoa.gr/.../st_osioy_loyka_to_monasthri.htm... )
Στην ιερή μονή Ρέθα,απ' όσους
της Σταύρωσης τη μέρα εσυναχτήκαν',
να προσκυνήσουν το Χριστό,ποιος τάχα
να φανταζόταν πως στο πλάι τους είχαν
έναν ολότελα άπιστο:εμένα
που απ' όλο τ' άγιο ορθόδοξο το δόγμα,
μονάχα το βυζαντινό το μέλος,
ψυχή και νου μού ημέρευε και σώμα,
μονάχα αυτό,καμιάν δεν ενιωθα άλλη
ευλάβεια για Θεό,Χριστό κι Αγίους,
ή πίστη στις Γραφές και στα Ευαγγέλια
και στων σεβάσμιων προφητών τούς βίους...
Ωστόσο, πριν το σούρουπο,την ώρα
που έβαφε μωβ τον ουρανό το γέρμα,
αυτοί,οι πιστοί,ψηλά στα σύγνεφα "είδαν"
του Ναζωραίου το μπλάβο άδικο αίμα,
κι εγώ,ο άπιστος,είδα μονάχα
του αιθέρα τις αρμονικές δονήσεις
απ' τους Βυζαντινούς ψαλμούς του ψάλτη
και τις σεπτές μελωδικές δεήσεις.
Μα όλοι μαζί,αυτοί κι εγώ αντάμα,
πιστοί κι άπιστος,νοματαίοι σαράντα,
σε λίγο,είδαμε ολομπροστά μας κάτι
που θα μας εσημάδευε για πάντα:
ένα άσπρο ωσάν το χιόνι περιστέρι
χαμήλωσε απ' τα διάσελα του Βάλτου,
αργόσεισε πάνω απ' το μοναστήρι
τα κουρασμένα ορθάνοιχτα φτερά του
κι εγλίστρησε απαλά, αποκαμωμένο,
στις γκρίζες του περίβολου τις πλάκες,
και -μάρτυράς μου ο απλός ετούτος στίχος-
πίσω απ' τις πουπουλένιες του τις πλάτες,
μισήν οργιά μονάχα μακριά του,
μια ολόμαυρη όχεντρα σούρθηκε αγάλια,
κι ύστερα ωσάν την αστραπή ετυλίχθη
στ' ανήμπορου πουλιού τ' ολάσπρο αστήθι,
μα -μάρτυράς μου ετούτος πάλι ο στίχος,
ο στίχος που 'ναι η ηχώ της μάνας-φύσης,
ο στίχος που ο καθείς μπορεί να γράψει,
κι εσύ,τη φύση πλέρια αν αγαπήσεις-
αντίς η όχεντρα μ' έναν σπασμό της
να σφίξει το πουλί μέχρι θανάτου,
χύνοντας το πικρό της το φαρμάκι
άψυχο ώσπου να το σωριάσει κάτου,
το βάσταξε απαλά για κάμποση ώρα,
όπως βαστάει η μάνα το παιδί της,
γιατί την ανημπόρια του είχε νιώσει,
και κάτω απ' το φολιδωτό πετσί της,
είχε "ξυπνήσει" η μάνα!(Μην τα φίδια
μάνες δε γίνονται; Δεν έχουν μάνα;)
Τέλος,χωρίστηκαν,πουλί και φίδι.
Του δειλινού εσήμανε η καμπάνα.
Ο Ναζωραίος απάνω στο Σταυρό του
στο μαύρο αποξεχάστηκε της δύσης.
Κι εμείς,άπιστος και πιστοί αντάμα,
μπροστά στο μεγαλείο της μάνας-φύσης
και της ζωής,που είχε μόλις νικήσει
τις στρατιές του κραταιού θανάτου
εκεί μπροστά μας,στης μονής τις γκρίζες
τις πλάκες,στον μαβή ουρανό αποκάτου,
ομόθρησκοι στο δόγμα της αγάπης
εγίναμε,και μιαν ιδέα αθανάτου
νιώσαμε εκεί στο πλάι του θεανθρώπου
που πια την τελευταία ανασαιμιά του
άφηνε ωσάν ευωδιαστή δροσούλα
στην ιερή μονή Ρέθα του Βάλτου.
ά. -λεύτερη Πίνδος-26 Απρίλη του 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου