Πάντα κάθε Απρίλη
τα Μεγαλοσάββατα
έμπαινε ο Μπίλυ
στων αδύτων τ' άδυτα:
δυό μπουκάλια βότκα
έπινε το χάραμα
με σβηστά τα φώτα
με του πόνου τ' άρωμα
πού 'ρχονταν μακριά
απ' το Γολγοθά.
Κάπνιζε Καρέλια,
Βαμβακάρη έβαζε,
στης τρέλας τα τσιγκέλια
σαν το ερίφιο βέλαζε.
Στο βαθύ σκοτάδι
γυάλιζε η τζιβάνα,
δώδεκα το βράδυ
χτύπαγε η καμπάνα,
ντύνονταν ποδένονταν
ο Μπίλυ το ρημάδι
σνόμπαρε στην εκκλησιά
το πιστό κοπάδι
έψελνε παράμερα
μόνος στο σκοτάδι.
Κάπνιζε μαυράκι,
Βαμβακάρη έβαζε,
στο τσιγκέλι αρνάκι
μάτωνε και βέλαζε.
ά. - λεύτερη Πίνδος -23 Απρίλη του 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου