Θα 'ναι πρωί, οι γνωστοί σαν θα το μάθουν
τ' άξαφνο του χαμού μου το χαμπέρι,
δυο-τρεις χυμένη στη ματιά τους θα 'χουν
μια θλίψη τυπική ως το μεσημέρι,
θά 'ρθουν την επομένη στην κηδεία
θα σκύψουνε θα με νεκροφιλήσουν
"-Ω! πέταξε, ποιητική αδεία,
στ' αστέρια ο παλαβός" θα ψιθυρίσουν,
κι αφού με παραχώσει ο νεκροθάφτης
εμέ που το Πινδαίο ύμνησα χώμα,
θα με σηκώσει στα Τζουμέρκα ο μπάτης,
κι αυτοί χαρούμενοι που ζούνε(;) ακόμα,
στην κρύα την τσιμεντένια άραχλη πόλη
στη γκρίζα θα επιστρέψουν την αιθάλη
σαν τα ψοφίμια μέσα στη φορμόλη
το μαύρο τους μη νιώθοντας το χάλι,
και πια ο ηλιάτορας σαν θα χαράζει
πέρα απ' τους λόφους τους μενεξεδένιους,
ποιον μες στο χάραμα θα λογαριάζει
για ζωντανόν και ποιους γι' αποθαμένους ;
ά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου