Αποσταμένος μιαν αυγή θα ξεπεζέψω
απ' τ' άγριο τ' άλογο το μαύρο με τους στίχους
και τα τραγούδια.Θα χιονίζει η Πλάση απ' έξω
κι εγώ χορτάτος από ποιήματα και ήχους
στη βρεφική μου σαρμανίτσα πλάι θα γείρω,
του πεθαμένου μου αδερφού θ' αναζητήσω
τα γέλια τα καμώματα, και με το μύρο
της μάνας διάχυτο παντού θα ξεψυχήσω,
κι οι τοίχοι, οι τοίχοι του σπιτιού που ακούσαν' τόσα,
και πιότερα είδαν, δυο αιώνες καραούλι,
θα γκρεμιστούν, αλαλιασμένοι σαν την κλώσσα
που ομπρός της σβήνει το στερνό της κλωσσοπούλι,
κι αυτός ο βρόντος μες στο πατρικό το κτήμα
σαν τα λιθάρια θα σωριάζονται στο χώμα,
η πιο σπαραχτική στον κόσμο θα 'ναι ρίμα
κι απ' το "-Τετέλεσται!" του Ναζωραίου ακόμα.
ά.