Την πένα φίλο του είχε, μάνα κι ερωμένη,
θάλασσα μαύρη στα νερά της να χτυπιέται,
βουβή δασκάλα πώς να ζει, πώς να πεθαίνει,
πώς ν' ανασταίνεται και να ξαναγεννιέται...
Θολό ποτάμι το δωμάτιο μέρα-νύχτα,
μελάνι αψύ-φουρτουνιασμένο, ασύχαστο αίμα,
στίχους κατέβαζε.Σαν ψάρι αυτός στα δίχτυα,
παραδομένος, ξέπνοος, κάτωχρος στο ρέμα,
μήτε που πάλευε να φύγει, να γλιτώσει,
παρά πιο μέσα εστροβιλίζονταν στα βάθη,
αφού απ' τη γέννα του, στη Μοίρα του είχε ενδώσει,
να πάει τ' ανάστροφα, πέστροφα ολομονάχη.
Άγγελος
4 του Θεριστή του 2013