Μ' Απρίλη και πανσέληνο, με ξαστεριά και γκιώνη,
και Γραίγο, τού 'ταν να χαθεί, γραμμένο του Λευτέρη.
και Γραίγο, τού 'ταν να χαθεί, γραμμένο του Λευτέρη.
Ούρλιαξε η καψομάνα του, κι οι φίλοι κι οι γειτόνοι
για το στερνό ανταμώσαμε στο σπίτι του νυχτέρι.
Κι έσκουζε ο γκιώνης στα κλαδιά του πεύκου, από συνήθεια,
έτσι όπως
σκούζει πάντοτε, χειμώνα-καλοκαίρι,
κι εμείς, βουβοί κι αμήχανοι, δάγκωνε άλλος τα νύχια,
κι άλλος αδιάκοπα έσφιγγε στην τσέπη το μπεγλέρι,
μέχρι που λιόχαρη, ξανθή, χάραξε ο Πλάστης μέρα,
χωρίς στα μάτια του Λευτέρη ο ήλιος πια ν' αστράφτει,
άστραφτε μόνο η χρυσαφιά στο δάχτυλό του η βέρα
και το που γρήγορα άσπρισε, γκρίζο του, ωχρό ριζάφτι,
κι ήσυχα εχάθη στα μισά της σκοτεινής της στράτας
χωρίς τ' άβολου του σπιτιού που θα 'μπαινε, την έγνοια :
έτσι που 'πασχε χρόνια από σκλήρυνση κατά πλάκας,
θα τού 'ταν πάπλωμα αλαφρύ η πλάκα η μαρμαρένια. Άγγελος
26 Απρίλη του 2013