Τα βουνά, τ' αγέραστα βουνά, τα πανέμορφα βουνά, είναι ποιήματα από μοναχά τους.
Όταν -ταχτικότατα- ανεβαίνω και τρέχω πάνω τους, για κάνα δίωρο,με ρυθμό δρομέα αποστάσεων, αφουγκράζομαι τ' αχολόι τους κι όλο και κάμποσους στίχους μαζώνω στο δισάκι μου.Μετά, κατεβαίνω στο βόρβορο της πόλης, τους γράφω στο τεφτέρι μου, κάνω μερικούς απ' αυτούς τραγούδια κι έτσι βαστιέμαι μέχρι να ξανανέβω στα Τζουμέρκα μου...
........................................
Τρέχοντας ο καθείς σαν τ' αγρίμι μέσα στη μάνα-Φύση, έρχεται κοντά στη ζωώδη(=πραγματικά ανθρώπινη,αβίαστη,απονήρευτη κι αληθινή) του φύση.Γίνεται άκακος, αυτάρκης, λιτός . . .
Το κύτταρό του εκρήγνυται από χαρά μέσα του, που ματαγυρνά, για λίγο έστω, στον χαμένο παράδεισο, εκεί που χιλιάδες χρόνια τριγυρνούσε πριν αυτοεξοριστεί στην κόλαση του μπετόν αρμέ των μεγαλουπόλεων.
Επίσης, όσο πιο κοντά στη ζωώδη του φύση επιστρέφει ο Άνθρωπος, τόσο πιο ανθρώπινος κι ήμερος γίνεται και τόσο πιο δικό τους τον αναγνωρίζουν κι άρα τον προσεγγίζουν ευκολότερα,όλα τα όντα, υλικά και άυλα,σαν τ' αγρίμια, τα δέντρα, τα ποτάμια και τα βουνά, αλλά και τα ποιήματα.
Έτσι νομίζω . . .
Πέρα στις πετροθάλασσες
Στη γη τα 'ναι τα ποιήματα,
στο Φως και στο νερό.
Με τα γοργά μου βήματα,
την πόρτα τους χτυπώ,
στα δάση και στα διάσελα,
στους ποταμούς σιμά,
στα παλιοπετρογέφυρα
και στα ψηλά βουνά.
Άμαθα κι ασυνήθιστα
απ' άνθρωπου θωριά,
στον άγιο τόπο του Θεού,
στην ήσυχη ερημιά,
τ' ακούω ν' αλαλιάζονται,,
μπροστά τους σαν με δουν,
να με περιεργάζονται
και να με συζητούν :
"- Έχει ματιά παράξενη
και ποδαράκια δυό,
σαν κυπαρισσοκλώναρα
πριν δέσουνε καρπό . . .
. . .Έχει κι αδράχτι το κορμί,
διάφανο σαν γυαλί,
έχει και φλέβα ατίθαση,
αλλόκοτη, τρελή. . .
. . . Σαν τ' αλογάκι πιλαλά,
σαν το λαγό πατεί,
σαν τον αητό ζυγιάζεται,
μια σπιθαμή απ' τη γη . . .
. . . Αγρίμι θα 'ναι τ' άμοιρο,
ζουλάπι του Θεού
και ψάχνει το φαγάκι του
στις ράχες του βουνού . . . "
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Κι έτσι θαρρεύουν κι άφοβα,
βγαίνουν γυμνά στο Φως,
να κολατσίσουνε σιωπή,
να τα χαρεί ο Θεός..
Κι ανοίγω τις παλάμες μου,
τα μάτια και τ' αυτιά,
τα στήθια , τα πλεμόνια μου,
τον νου και την καρδιά.
Και χώνονται άλλα στα μαλλιά,
άλλα στην αγκαλιά
κι άλλα μέσ' απ' τους ρώθωνες,
στο αίμα μου βαθιά.
Πίνουν απ' τον ιδρώτα μου,
χαίρονται, ξεδιψούν,
νιώθουν καλά στον ίσκιο μου
κι εντός μου κατοικούν.
Με κατοικούν.Τα κατοικώ.
Χρόνους πενήντα κι εκατό.
.........................................
Μετά γυρνώ στη μάνα μου :
"-Γιε μου, λαμποκοπάς
σαν το καντήλι τ' άσβηστο
της κυρα-Παναγιάς. . .
. . .Τέρμινα χίλια έλειψες
και χρόνους εκατό
κι απόκαμα σαν τον κισσό,
ορθή να καρτερώ."
-Ήμουν ταξίδι, μάνα μου,
στην Άγια Ερημιά,
πέρα στις πετροθάλασσες,
στης Πίνδου τα νερά .. . .
. . .Είχα λοστρόμο το Ρυθμό,
ναυτάκια-ποιήματα,
φουρτούνες δεν σκιαζόμουνα,
κάβους και κύματα."
. . . . . . . . . . .. . . . . . . . . .
Πλαγιάζω πλάι στης μάνας μου
τον ίσκιο το βαθύ,
κι είμαι πλατάνι δυο χρονών
κι αμούστακο παιδί.
Χορταίνω Χουλιαριώτικο
πετρόγαλο αλαφρύ
και μνήμη, μνήμη αμάραντη,
αιμάτινη, ακριβή.
Το σπίτι, νυχτολούλουδο
κι έρημο γιασεμί,
άστρα δειπνεί και ποιήματα
κι αγάλλεται κι ανθεί.
Μοσκοβολούν οι κάμαρες
Ελύτη, Σολωμό,
Παπαδιαμάντη, Παλαμά
και Σικελιανό.
Κι ένα φεγγάρι-γέρακας
κουρνιάζει στη σκεπή
και τρώει τη μαύρη άλυσο
που μας τραβάει στη γη.
......................................
Το σπίτι ορθόπλωρο τραβά
πέρα στις πετροθάλασσες....
Άγγελος
λεύτερη Πίνδος