Πού 'ναι οι βάρδοι οι ασώπαστοι,οι αγκρέμιστοι γιγάντοι,
πού 'ναι οι τρανοί οι τελάληδες, οι μύστες της φυλής,
να πλάσουν Νόημα-Οδηγητή και Στίχο-Ιεροφάντη,
έρμε λαέ, απ' τα Τάρταρα, γρικώντας να εγερθείς;
Τώρα, αλαλάζουν, της οκάς τσουτσέκια στις οθόνες
και κύνες νάνοι ημίαιμοι Κυνοβουλευτικοί,
τηράει με πόνο ο Όμηρος, μακριάθε απ' τους αιώνες
και σπάει τη λύρα την ιερή με πάταγο βαρύ !
Κι ωστόσο, αλήθεια, είναι φορές που κάτι στον αγέρα,
κάτι βαρύ, μυριόστομο απ' τα μάκρη του ουρανού,
βογκάει "καμπάνες βροντερές, ηχήστε πέρα ως πέρα",
κι ω! είν' η φωνή η στεντόρεια του Σικελιανού,
βογκάει στη μνήμη του λαού, καθάρια οπού 'ναι κρήνη
βρυσούλα τρισχιλιόχρονη να πίνεις σαν διψάς,
κι ο βόγκος γίνεται φωτιά, τρανή φωτιά, γιαγκίνι,
να καίονται τ' αλαλάζοντα τα κύμβαλα μεμιάς,
να ξελωβιάζονται τ' αυτιά ν' ακούν τ' ορθό το πρέπον,
τ' άξιο, το μέγα, το εθνικό, το μείζον , το αληθές,
των Αρλεκίνων οι άναρθρες κραυγές και των Νενέκων
στο βρόντο ανάκουστες να ηχούν ,γελαστικές κι αχνές.
..........................................................................
Έτσι λογιέται ο ποιητής : σ' όλα τρανός και μέγας,
στο μπόι,στο λάμπος,στη θωριά, στην πένα, στη φωνή,
κρούσταλλο διάφανο άσωστο νεράκι κρύο της Νέδας,
ρυθμό να δίνει, αγαλλιασμό, δροσούλα και ζωή.