Εφτά χιλιάδες λεύγες βαθιά μέσα στις φλέβες του εντός μου-αγνώστου δαίμονα, κάτι στοιχειά αρχέγονα
παράξενα κι αγέρωχα ατίθασα κι αμέρωτα βογκούν κι εκστασιάζονται, μα νά 'βγουν έξω σκιάζονται,
κι αφού δεν τα εξουσιάζω μεθύσι αλλιώτικο τούς τάζω να τούς περάσω χαλινά για μια στιγμούλα μοναχά
μπας και μου πουν τ' ανείπωτα τ' άγνωρα και τ' ανείδωτα, τούς τάζω μέθη μ' άγιο ιδρώτα απ' των μυώνων μου τη ρότα ,
με του δρομέα το ρυθμό διαβαίνω πάνω απ' τον ισθμό της άχαρης βραδύτητας
στης κάθιδρης ταχύτητας τα ύδατα τα χωρικά τ' απύθμενα, τα φωτεινά, και πάω γοργά κι αντέχω και λάμπω καθώς τρέχω,
και μες στις σάρκινες τις κρύπτες αντάρτες-λαγονοψοϊτες αχίλλειοι σφόδρα τανυσμένοι και γαστροκνήμιοι ορθωμένοι δικέφαλοι έσω μηριαίοι σωματοφύλακες ωραίοι στέκουν γύρω απ' τους τένοντες ορθοί και παραλύουν του Χρόνου οι αρμοί ,
και πάω γοργά κι αντέχω και νιώθω καθώς τρέχω να μου κεντά τη φτέρνα, της Έκστασης η σμέρνα,
κροτούν οι μήνιγγες τρελά παφλάζουν μέσα μου βαθιά, της Έμπνευσης τα κύματα Αγγελικά γεννήματα, αισθήματα πρωτόγνωρα, μεστά και γενναιόδωρα , και πάω γοργά κι αντέχω και λάμπω καθώς τρέχω,
παράδεισοι αιωρούμενοι, στον ίδρο μου πλεούμενοι, μες στις αυλαίες των ματιών μου, γνέθουν τ' αλλιώτικο ποιόν μου,
στο στάσιμο παρόν εισδύω, κάθιδρος το διακορεύω, στην κόπωσή μου επενδύω, σ' ωραίους Τόπους ταξιδεύω ,
κι όπως χτυπά τη γη γοργά το στιβαρό μου πόδι ξυπνάει εντός μου τη βαθιά, τη φύση τη ζωώδη ,
γίνομαι ελάφι, αητός και σκύμνος και δαίμονας ωραίος και το λαχάνιασμά μου ύμνος, στου σώματος το κλέος ,
και μες στο σώμα τ' ανθηρό, το σώμα τ' αρχαγγελικό, φέγγει ένα πνεύμα ζωηρό, άμοιαστο, σφόδρα αιρετικό,
κι ως σάρκινη ρομφαία, κινούμενη κι ωραία στα δυο την Πλάση σκίζω και τ' Όμορφο ορίζω και πάω γοργά κι αντέχω και λάμπω, καθώς τρέχω,
κάτι νεράιδες-ενδορφίνες βαθιά στης Έμπνευσης τις δίνες βγαίνουν με βελονάκια μυστικά θαύματα να κεντήσουνε χρυσά μες στου κορμιού την αλαβάστρινη αλκή οπού 'χει κράτος κι εξουσία η ζωή. ά. - λεύτερη Πίνδος |
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου