"Φεγγάρι, μάγια τού 'κανες και περπατά στα ξένα",
να πάει στη μάνα υπομονή, να φέρει και σε 'μένα,
δεμένες στη φωνούλα του και στ' απαλό του γρέζι,
κουβέντες ντρέτες κι όμορφες, γλυκές σαν πετιμέζι.
.......................................
"Ήταν καλός κι ήταν γλυκός κι είχε τις χάρες όλες",
κι ανθίζανε στο διάβα του, του Παραδείσου οι βιόλες.
Είχε κι αηδόνια κι άγγελους, στ' αντρίκειο του λαρύγγι
και χελιδόνια κι άβυσσους στην άκρη στο μηλίγγι.
Είχε "Αγάπης αίματα", "Περβόλια" κι εργατάκια,
"Τον Παύλο και τον Νικολιό" και του Μαγιού τ' ανθάκια,
τη "Δραπετσώνα", τη "Μυρτιά" κι όλη τη "Ρωμιοσύνη",
στα μάτια του τα καστανά, που 'φεγγαν καλοσύνη.
..................................
Πώς φτερουγάει ο σταυραητός, απάνω απ' τα ρουμάνια
κι απ' των γκρεμών τ' απάτητα, τ' απόκρημνα στεφάνια,
έτσι φτερούγαγε κι αυτός, με νότες για φτερούγες,
στης Αρμονίας τα βουνά, στης Ομορφιάς τις ρούγες.
"Μες στις θαλασσινές σπηλιές", με τον "Καμπούρη Αντρέα",
"στη γειτονιά του φεγγαριού", Μακρόνησο και Κέα,
"το πόδι ελαφροπάτητο" στα σύννεφα πατούσε
και μέθαγε με τη βροχή και γλυκοτραγουδούσε.
..................................
Φωνή σαν μαυρολίθαρο, που κρούει σ' άλλο λιθάρι
κι η σπίθα τους βγάζει φτερά και φτάνει ως το φεγγάρι,
ν' αστράφτει στην Πανσέληνο και να μεθάει τον κόσμο,
μ' εκείνον τον μεθυστικό των τραγουδιών το δυόσμο.
Φωνή βγαλμένη από "σπηλιές θαλασσινές" τη νύχτα,
μαζί με κλάμα δέλφινα που πιάστηκε στα δίχτυα.
Φωνή Θεού, φωνή λαού,που κάθε που αντηχούσε,
τα σύμπαντα ανατρίχιαζαν κι η θάλασσα βογκούσε.
..................................
Του Μπιθικώτση η φωνή, οπού 'βγαινε από μέσα
κι είχε το βάθος του νερού και του φτωχού τη μπέσα!
Που 'χε το βάρος του καιρού και του μελιού τη γλύκα
και τ' Άθω τα καμπαναριά, μες στο λαιμό του, προίκα !