Συνολικές προβολές σελίδας

159924

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2025

Ο Ηρακλής

 

 

...Πριν λίγο καιρό πέθανε ο γείτονας,ο κύριος Ηρακλής,86 χρόνων.
Στο εξής (εδώ στο κείμενο) θα τον λέω "Ηρακλή",αφού ο κύριος Ηρακλής(τελευταία φορά που τον λέω έτσι) ήταν θαλερότατος ως την ώρα του χαμού του, βάδιζε και γυμναζόταν καθημερινά, ήταν και ποδοσφαιριστής στα νιάτα του,μ' αποτέλεσμα να τον βλέπω σαν σχεδόν συνομήλικό μου!
"-Πω! πω! Ηρακλή ,είσαι εσύ ογδοντάρης ; H καρδιά σου, τα πλεμόνια σου,κι η θωριά σου,είναι σαν να 'σαι τριαντάρης,και μάλιστα γυμνασμένος τριαντάρης,γιατί είναι και τριαντάρηδες με φυσική κατασταση εξηντάρη !" του 'λεγα , καθώς τον έβλεπα,σπαθάτον κι αεικίνητο να οργώνει τους δρόμους,παρακάτω απ' τη γειτονιά μας !!!!
Ο Ηρακλής το χαιρόταν αυτό που του 'λεγα ,και χαμογέλαγε σαν μικρό παιδάκι! ΗΤΑΝ παιδάκι,σωστότερα !
Κι είναι αλήθεια ότι, τα τελευταία 20 χρόνια, ήταν ολόιδιος όπως τον είχα πρωτογνωρίσει στα 65 του !!!
Πριν λίγον καιρό,άκουσα που έλεγαν ότι "..ένα πρωί, ο Ηρακλής βγηκε μες στο καταχείμωνο, με το σορτσάκι, να παίξει μπάλα!"
"Άνοια,ο Ηρακλής!" είπαν οι ..σοφοί γιατροί/τσομπαναραίοι του χωριού!
Αλλά, τι "άνοια" ;;;;;
Άνοια έχει ένας έφηβος λεβεντόγερος,με καρδιαναπνευστικό και κορμί τριαντάρη, που γουστάρει ΚΑΙ ΜΠΟΡΕΙ να βγει να γυμναστεί,ό,τι ώρα να 'ναι, μ' ό,τι καιρό κι αν κάνει έξω;;;;;
Ή μήπως άνοια έχει -και δεν το ξέρει!!!!- ο καθενας που η ζωή του,απ' τα είκοσί του κι ύστερα,είναι ένα αρρωστημένο επαναλαμβανόμενο ..μονόπρακτο στο καφενείο, με ατέλειωτες καμπουριασμένες παρτίδες μπιρίμπας, χιλιάδες πακέτα καρκινοτσιγάρα,χτικιασμένα ρόχαλα καταγής, και θανατερή ισόβια πλέον ακινησία????
Τελοσπάντων,όταν έμαθα για τον Ηρακλή και την πρωινή του χειμωνιάτικη "άκαρπη" έξοδο για να παίξει μπάλα,είπα σ' έναν γείτονα ότι "..έπρεπε ρε γαμώτο,να 'μαι εδώ,αντί να λείπω στο χωριό πάνω, να βγουμε παρέα με τον Ηρακλή,να πάμε οι δυο μας για σουτάκια στο γήπεδο παρακάτω..."
Και το εννοούσα !
Δεν θα ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που θ' ανταμώναμε με τον Ηρακλή, μες στο παγωμένο πούσι του κάμπου, πρωί και με θερμοκρασιες κοντά στο μηδέν, εγώ πηγαίνοντας για τρέξιμο κάτω στη λίμνη, κι αυτός βαδίζοντας γοργά σαν έφηβος, 5 και 10 χιλιόμετρα.
Αμέτρητες φορές είχαμε συναντηθεί κάτω από τέτοιες συνθήκες,κάνοντας κι οι δυο μας,την πρωινή μας άθληση : τον άθλον ημών τον επιούσιον !!
Για να μην πολυλογώ, η μοίρα το 'φερε, να μην πάμε ποτέ για σουτάκια με τον Ηρακλή,και να 'ναι χειμώνας και πρωί,σαν τη μέρα εκείνη που ο Ηρακλής γουστάρησε και βγηκε για μπάλα, αλλά δε βρήκε συμπαίχτη!
Το 'χα λοιπόν παράπονο...
Μ' έτρωγε,όσο να 'ναι, αυτό το πράμα,απ' τις 23 Γενάρη που "χάθηκε" ο Ηρακλής.
Προχτές το πρωί λοιπόν, με πούσι (ομίχλη) πηχτό και παγωμένο, βγήκα για τρέξιμο, έφτασα ως κάτω στη λίμνη,στο τρίτο γεφυράκι,συνέχισα όλο παραλίμνια,κι έφτασα στην Πλατεία Μαβίλη,στο Μώλο.
Εκεί είναι η προτομή του Λορέντζου Μαβίλη.
Στάθηκα μπροστά στον ήρωα-ποιητή,κι όπως κάνω πάντα όταν είμαι φορτισμένος, και θέλω να γράψω καμπόσους στίχους για ν' αποφορτιστώ,έβλεπα μπροστά μου αυτό που εγώ ήθελα να δω εκείνη την ώρα, κι όχι αυτό που στ' αλήθεια ήταν μπροστά μου!
Και τι έβλεπα τώρα, κοιτάζοντας τη μαρμάρινη προτομή;
Τον Ηρακλή !
Τον έβλεπα (τον Ηρακλή) σαν έναν ιδιαίτερο και ξεχωριστό τύπο που έζησε κατά τον δαίμονα εαυτού,όπως δηλαδή του όριζε η ιδιαίτερη φτιαξιά του,έξω απ' τους κανόνες και τους περιορισμούς της επαρχιώτικης ..πραγματικότητας, μ' έναν αέρα Δον Κιχώτη! Τον έβλεπα επίσης σαν κάποιον που επέμεινε ως την ύστατη στιγμή να μάχεται τον πανδαμάτορα χρόνο,σαν έναν αθεράπευτο ουτοπιστή , αλλά και σαν δείγμα "παλιού κόκκαλου", σαν άνθρωπο δηλαδή του παλιού καιρού, ακατάβλητο και μ' αντοχές που δεν έχουν οι σημερινοί.
Έτσι τον έβλεπα,στο βάθρο του τώρα τον Ηρακλή, που για τους άλλους γύρω μου,ήταν βεβαια ο Λορέντζος Μαβίλης, αλλά εμένα ποσώς μ' ενδιέφερε αυτό : εγώ εκείνη την ώρα, είχα εμπρός μου τον Ηρακλή, τον ακατάβλητο "ήρωα" του κάμπου,που έζησε κατά τον δαίμονα εαυτού,που καταφερε ως τα 86 του να μείνει θαλερός και νεανικός με σιλουέτα εφήβου,και να παίζει στα ίσια τον πανδαμάτορα χρόνο,ως το 120ο λεπτό της παράτασης !
Κι έτσι,σαν τέτοιον,βλέποντας τον Ηρακλή-Μαβίλη,έβγαλα απ' το τσεπάκι του σορτς μου,ένα μικρό μισολειωμένο μολυβάκι Στάντλερ και μια κόλλα χαρτί διπλωμένη στα 16, που πάντα μα πάντα υπάρχουν πάνω μου όταν τρέχω, κι άρχισα να γράφω.
Τι άρχισα να γράφω?
Ένα σονέτο για τον Ηρακλή!
Το 'χα προαποφασίσει αυτό,απ' τη στιγμή που κάθιδρος μετά το τρέξιμο των 10χιλιομέτρων, στάθηκα μπροστά στο Μαβίλη : σονέτα έγραφε ο Μαβίλης, σονέτο θα 'γραφα κι εγώ,καθισμένος μπροστά στην προτομή που πριν λίγο ανήκε στο Μαβίλη, μα τώρα,εδώ και λίγη ώρα, ανήκε αδιαφιλονίκητα στον Ηρακλή,επειδή έτσι το 'θελα εγώ !
Ένα σονέτο, σαν τη "Λήθη", θα 'γραφα...
Ένα σονέτο που θ' άρχιζε με τη φράση "Καλότυχοι οι νεκροί που ..." , όπως αρχίζει η "Λήθη" του Μαβίλη!
Όχι όμως ένα κλασσικό/τυπικό σονέτο,με τα 2 τετράστιχα με τις σταυρωτές ομοιοκαταληξιες και τα 2 τρίστιχα κατόπιν!
Δεν θα ταίριαζε ένα κλασσικό/τυπικό σονέτο,στον "αιρετικό" κι άμοιαστο Ηρακλή!
Θα του ταίριαζε ένα "πειραγμένο" σονέτο!
Σκέφτηκα, την εικόνα ενός σονέτου που ..κρεμόταν εκείνη την ώρα πάνω απ' την ήρεμη επιφάνεια της λίμνης!
Τι βλέπει ο Ηρακλής τώρα,απ' το βάθρο του; σκέφτηκα...
Βλέπει,ένα το κρεμάμενο σονέτο,το "κανονικό" το κλασσικό/τυπικό με τα 2 τετράστιχα και τα 2 τρίστιχα κατόπιν, και βλέπει κι ένα δεύτερο μες στα ήσυχα νερά, αντικατοπτρισμό του πρώτου,ένα "ανάποδο" σονέτο, ένα σονέτο αντεστραμμένο,που αρχίζει με 2 τρίστιχα κι ολοκληρώνεται με 2 τετράστιχα!
Ε! λοιπόν ,ένα τέτοιο "αιρετικό" σονέτο θα του γραψω,σκέφτηκα.Ένα σονέτο που θ' αρχίζει με 2 τετράστιχα (με σταυρωτές ομοιοκαταληξίες) ,με 2 τρίστιχα κατόπιν (ως εδώ είναι το κλασσικό/τυπικό),και στη συνέχεια θα ολοκληρώνεται με 2 τρίστιχα και 2 τετράστιχα (ο αντικατοπτρισμόςπου είπαμε)
Κι άρχισα :
ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΔΑΙΜΟΝΑ ΕΑΥΤΟΥ
Καλότυχοι οι νεκροί ,λαμπροί που εζήσαν'
κατά τον δαίμονα εαυτού,κι ωραίοι,
άμοιαστοι, ελευθερόφρονες, μοιραίοι,
της κοινωνίας τους νόμους αψηφήσαν' ,
κι έτσι που στράτες φωτεινές πατήσαν',
μπροστάρηδες,ποτέ τους τελευταίοι,
μεγάλα κι ακριβά κερδίσαν κλέη,
κι ωσάν αητοί στα ουράνια φτερουγίσαν.
Γιατί,δεν είναι από καρμπόν ο κόσμος,
κι ας εγεμίσαμε κόπιες μυριάδες!
Όχι ! καθείς σαν ευωδιάζων δυόσμος,
να λάμπει πρέπει ,μέσα στους χιλιάδες,
να ξεχωρίζει αυτόφωτος στα πλήθη!
Να λές : Να! ο Νέος Άνθρωπος! 'γεννήθη!
Κι απ' τη χαρά που θα 'χεις,οι χαλκάδες
που σου 'φορέσαν "μέντορες"-Ιούδες
και φοβισμένοι "δάσκαλοι"-μαϊμούδες,
να γίνονται αρχαγγελικές φτερούγες,
να υψώνεσαι ψηλά στο Γαλαξία
στις φωτεινές των Ποιητών τις ρούγες,
εκεί που κράτος εχουν κι εξουσία,
το Όραμα,τα Ιδανικά,κι η Ιδέα,
εκεί που όλα, αμάραντα και νέα,
συνθέτουνε του Κόσμου την ουσία,
σε μιαν εξαίσια λαμπαδηδρομία
με τη λαμπρή φωτιά του Προμηθέα
μπροστάθε άσβηστη και ρωμαλέα,
να γέμει αιώνιο Φως το Γαλαξία!
ά. -27 Γεναρη του 2025 - 
Κάμπος για λίγο φωτεινός 
απ' του Ηρακλή το λάμπος! 
Κάμπος ωραία παγερός, 
βουνό που ομοιάζει σάμπως!

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2025

"-Δεν έχω οξυγόνο!"


 

...Ένας λαός-ποτάμι, ένας λαός απ' τα παλιά...
......Μακρύς ο Γοργοπόταμος,
μακρύς κι ο Βοϊδομάτης,
χίλιες φορές μακρύτερος
ο Τίγρης κι ο Ευφράτης, 

μα σαν τον Άγιο μας λαό
που βγαίνει οργισμένος
στους δρόμους ,σαν τον αστακό,
το δίκιο του οπλισμένος, 

δεν είναι άλλος ποταμός
τόσο βαθύς και μέγας!
Κανείς ! Μήτε ο Μισισσιπής
κι ο Νείλος κι ο Νερέτβας !
........................................
Καθόμουνα στο Σύνταγμα,
σαν πλοίο που αρόδο στέκει
στη σοροκάδα του πρωγιού
στον Άγνωστο παρέκει... 

Καμάρωνα το πόπολο,
τ' αμέρωτο ποτάμι
του Διγενή τον αδερφό
του ηλιάτορα τον βλάμη! 

Ω! τι λαός ήταν αυτός
και τι μεγάλο θάμα
και τι ποτάμι τρίσβαθο
και πέλαο μέγα αντάμα! 

Τόση ανάταση και φως
σ' ολίγη ώρα μόνο!
Και μια φωνή μυριόστομη
"-Δεν έχω οξυγόνο!"
...............................................
Πατρίδα-μαύρη μητριά,
σε λέω "παιδοκτόνο",
αιώνες τρως τ' ανάδελφα
παιδιά σου,σαν τον Κρόνο: 

έχουν πτυχία και ντοκτορά,
δουλειά δεν έχουν μόνο,
μα αυτό που πιο πολύ πονά
και τα γεμίζει φόβο,                         

είν' ο αέρας που φυσά
βαρύς σε κάθε δρόμο
σαν χημικό αέριο
σαν κατσαριδοκτόνο 

που πνίγει τον ευαίσθητο,
τον πρόσφυγα,τον μόνο,
κι όλοι φωνάζουμε εν χορώ
"-Δεν έχω οξυγόνο! " 

Στο μαύρο τραίνο των Τεμπών
δεν ήταν λίγοι μόνο,
ήταν μια ολόκληρη γενιά
που χρόνο με το χρόνο 

φωνάζει αβοήθητη
"-Δεν έχω οξυγόνο!
Δεν έχω τι να καρτερώ !
Δεν έχω οξυγόνο !"
................................................................
Ο κόσμος παραβρώμισε,
τώρα με σώζει μόνο
που 'χω στο πέτο δυο βουνά
κι έναν ποιητή στον ώμο: 

τα δυο βουνά με πάν' ψηλά
τη μούχλα να γλιτώνω,
κι ο ποιητής ο σπλαχνικός
κάνει φτερό τον πόνο, 

ποίημα να βγει απ' την κάμαρη
και να χαθεί στο δρόμο !
Μα σαν σχολάν' τα ποιήματα
δεν έχω οξυγόνο,
δεν έχω ανάσες , μάνα μου,
δεν έχω οξυγόνο !
ά. -26 Γενάρη του 2025

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

ΤΟ ΞΟΔΙ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ-ΒΑΣΙΛΗ ΓΕΩΡΓΟΥΛΗ,ΣΤΟΥΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΔΕΣ

 


ΤΟ ΞΟΔΙ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ-ΒΑΣΙΛΗ ΓΕΩΡΓΟΥΛΗ,ΣΤΟΥΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΔΕΣ
Ο μπαρμπα-Βασίλης ο Γεωργούλης+ (1940-1 Γενάρη 2025),ήταν γείτονάς μου στο χωριό στους Χουλιαράδες,στον κάτω μαχαλά της Πλακανίδας.
Χτίστης σπουδαίος που ..έχτισε τη μισή Ήπειρο (σπίτια,γιοφύρια,εκκλησιές, καμπαναριά, βρύσες),άνθρωπος σπάνιος: απ' εκείνους τους παλαιάς κοπής ανθρώπους που βάραιναν όμορφα κάποτε τον ντουνιά, που σήμερα πια αλάφρυνε ,χωρίς πλέον ανθρώπους σαν τον μπαρμπα-Βασίλη,να μπορείς να σταθείς για λίγο δίπλα τους,και να νιώσεις το βαθύτερο νόημα της ζωής και τη γλύκα των πραγμάτων που 'ναι στέρεα,αληθινά και μεγαλειώδη στην απλότητά τους. .
.........................................................................
Σαν άρχισα να γράφω το ακόλουθο κείμενο και τους στίχους,ήταν νύχτα Πέμπτης, 2 Γενάρη του 2025, η ώρα ήταν 10 το βράδυ, πριν 3 ώρες είχ' ανέβει στο χωριό, κι είχα πληροφορηθεί απ' τον καφετζή για το ξόδι πριν λίγο του μπαρμπα-Βασίλη, κι έτσι, "πεισμωμένος" που δεν έμαθα εγκαίρως για το χαμό του,ώστε να κανονίσω να 'μαι παρών σαν θ' άνοιγε μαύρα πανιά στ' αρμένισμά του το στερνό εκεί στο κοιμητήρι της Αγια-Παρασκευής στους Χουλιαράδες, "πεισμωμένος" λοιπόν, έκατσα στα μπάσια του σπιτιού , μ' ένα μπλοκάκι κι ένα σωμένο κιτρινόμαυρο μολυβάκι Στάντλερ,15 κι ούτε μέτρα αντίκρυ απ' το σπίτι του εκεί στο χωριό, ν' αναπαραστήσω το ξόδι του μπροστά μου, γράφοντας τους αρμόζοντες στίχους,κι έτσι να "δω" και να "ζήσω" εκείνες τις στιγμές, και να νιώσω μια ελάχιστη παρηγόρια,ότι ναι ήμουν κι εγώ παρών την ώρα που κατέβαινε στην αγκαλιά της Χουλιαριώτικης γης να σμίξει τη μανούλα του κι όλους τους χωριανούς του που 'γιναν μνήμη κι αιώνιο άστραμμα πάνω απ' το χωριό μας.
Πριν αρχίσω να γράφω, έβαλα στο youtube να παίζει συνεχόμενα το "Κράτησα Τη Ζωή Μου" του Μίκη και του Σεφέρη,και μάλιστα μια απ' τις πολλές ..εκδοχές αυτού του βίντεο-τραγουδιού, με πλάνα βουνίσια,για να ..βοηθήσει αυτό, να "δω" καθαρότερα τη σκηνή που ήθελα,με τα " φύλλα της οξιάς" του Σεφέρη, διά στόματος Μπιθικώτση,να πέφτουν πάνω απ' το κιβούρι του μπαρμπα-Βασίλη,καθώς η κάσα κατέβαινε 2 μέτρα βαθιά στη γη....
Ο Μπιθικώτσης, τραγούδαγε :
Έβλεπα τώρα καθαρά μπροστά μου τη σκηνή της ταφής, ή σωστότερα ήμουν εκεί ,δίπλα στο κιβούρι του μπαρμπα-Βασίλη.
Έβλεπα τον μπαρμπα-Βασίλη,λίγο πριν τον παραχώσουν,να ρίχνει -πίσω απ' τα σφραγιστά του νεκρίσια ματόφυλλα- το γιομάτο συμπόνοια βλέμμα του,ολόγυρα,για να χαρεί ,στερνή φορά, τους Χουλιαράδες του,την Τσιούκα αντικρυ, τον Άραχθο χαμηλά κάτω που βόγκαγε σαν πληγωμένο θεριό.
Και καθώς έβλεπα , έγραφα,αναμερίζοντας με το χέρι μου, τα " φύλλα της οξιάς" που 'πεφταν εκεί όπου το μολυβάκι μου διάβαινε κι αυλάκωνε το διψασμένο για στίχους μπλοκάκι μου....Κι έγραφα...
Έχτισες τη μισή,και βάλε,Ήπειρο,
ακάματε μαστρομπαρμπα-Βασίλη !
Μα τώρα, ομπρός στ' ορθάνοιχτο τ' αχείλι
του κιβουριού σου,έριχνες το ύστερο 
 
το βλέμμα σου γύρω στην Πλάση : ογρό
κι όλο συμπόνοια για τον κόσμο βλέμμα,
ογρό σαν το νερό κι ωσάν το αίμα
στου πληγωμένου λύκου τον ντορό! 
 
Κι εκοίταες ν' απολάψεις, να χαρείς
στερνή φορά την άσωστη ομορφιά
του κόσμου,πριν χωθείς στη γης βαθιά,
να γείρεις,κι ήσυχα ν' αναπαυτείς! 
 
(Κι όσοι, μπαρμπα-Βασίλη, αναρωτιούνται,
οι ανθρώποι αν βλέπουν, πεθαμένοι οπού 'ναι, 
 
βλέπουν και παραβλέπουν οι νεκροί,
άμα το θέλουν,κι άμα υπάρχει λόγος!)
Κι εκοίταες,και κλαρί όμοιαζε ο λόγκος
στα Λάπατα στην πιο ψηλή κορφή! 
 
Κι απέ,την Τσιούκα εκοίταξες ζερβά,
όπου σ' επήγαινε παιδάκι η μάνα,
να ξεπληρώσει ένα παλιό της τάμα,
γιορτάσι κάθε που 'χε η Παναγιά! 
 
Α! πώς εβόγκαε κάτω σαν θεριό
ο άνεμος στ' αχείλι του Αράχθου,
με το βαρύ το μύρο τ' ασπαλάθου,
και τη δροσιά στης νύχτας το φτερό 
 
που αργοφτεράκιζε πέρα απ' τη δύση,
την Πλάση στο σκοτάδι να τυλίξει ! 
 
Κι εκοίταες γύρω, ώσπου, τ' αναριπίσματα
της μνήμης σου και της μεστής ζωής σου,
ο Γρέγος τα 'καμε ανεμοσκορπίσματα!
Κι οι ζωντανοί που εστέκανε αντικρύ σου, 
 
τα χέρια τους τα κρύα σαν χουχουτίσανε,
να ζεσταθούν στου δειλινού το κρύο,
με μαύρο δάκρυο στερνοχαιρετήσανε
το μπάρμπα το Βασίλη, το "θηρίο" 
 
που 'χτισε δεκαεφτά καμπαναριά ,
δέκα -μπορεί και δώδεκα- εκκλησιές
και σπίτια καμιά πεντακοσαριά
απάγκια για βουνίσιες φαμελιές! 
 
Κι απέ, τεντώθηκε η τριχιά στην κάσα,
κι αργά-αργά σε κατεβάσαν' κάτω,
στον νιόσκαφτο τον τρίσβαθό σου λάκκο!
Κι απάνω, χώμα !Κι άλλο χώμα! Ανάσα 
 
πια δεν γρικούσες στο νεκροταφείο!
Μονάχα ο νεκροθάφτης κι ο βοριάς
στ' ορθό το γιακαδάκι της νυχτιάς,
μέτραγαν σκότος,θάνατο και κρύο, 
 
ώσπου κι αυτοί οι δυο, φύγαν',χαθήκαν',
και με τους ζωντανούς ανταμωθήκαν' !
...............................................................
Και τότε, λόγο(ν) άκουσες πνιχτό !
Ήταν η μάνα σου ! "-Κρυώνεις,γιε μου; "
είπε !Και πανωφόρι αναριχτό,
σου ρίξαν' μ' ένα φύσημα του ανέμου, 
 
οι οξιές,τα φύλλα τους,ψηλά στο μνήμα,
να ζεσταθείς ο έρμος,κάνα τρίμμα! 
 
Κι έτσι,μ' αυτόν της μάνας σου τον ψίθυρο
στης Τραμουντάνας το σκασμένο αχείλι,
διάβηκες σαν καπνός, μπαρμπα-Βασίλη
που 'χτισες τη μισή,και βάλε,Ήπειρο ! 
 
Άγγελος Σωτ. Παπαγεωργίου -2 Γενάρη του 2025-Χουλιαράδες/Πλακανίδα,λεύτερη Πίνδος

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024

Οι "μοναχιάρες"

 

 

Μαζεύοντας σήμερα το πρωί στο χωριό, τις τελευταίες καρύδες, της αποκαρδιωτικής -λόγω ξηρασίας- φετινής σοδειάς...Ελάχιστες καρύδες...Μια εδώ, μια καμπόσα μετρα παραπέρα...Οι παλιοί τις έλεγαν "μοναχιάρες",μονάχες δηλαδή ....Έπεφταν δυο και βάλε βδομάδες μετά απ' εκείνες που είχαν πέσει σωρηδόν και μαζεμένες...Είχαν πολύ σκληρό κέλυφος, έσπαγαν δύσκολα....Είχαν κι αλλιώτικη γεύση.....Σαν να 'χαν ποτίσει απ' τ' άρωμα της ερημιάς ,ολομόναχες για κάμποσο καιρό,ψηλά στα κλαριά,αυτές, τ' άστρα και τ' αηδόνι που τραγούδαγε δίπλα τους πικρά το θάνατο που κατέβαινε κι όλο θα κατεβαίνει σαν καταιγίδα πέρα απ' τα βουνά... 

Για τις καρύδες θα σας πω τις "μοναχιάρες"
-έτσι τις λέγανε οι γερόντοι στα χωριά,
εκείνες που, ψηλά απ' της καρυδιάς τις κλάρες,
πέφταν' αργότερα απ' την άλλη τη σοδειά,

δυο-τρεις βδομάδες αφού είχαν πέσει οι άλλες,
οι άλλες που 'χαν στα σακκιά πια μαζωχτεί.
'τούτες λοιπόν ,μιά-μιά σαν τις αριές τις στάλες
βροχούλας σιγανής,επέφτανε στη γη,

ολομονάχες ,σαν καιρό να εμελετούσαν
την κάθοδό τους,σαν παράσταση στερνή
να 'ναι, ακριβώς έτσι όπως πάντα επιθυμούσαν:
μοναχική και προπαντός σιγαληνή !

Πέφταν' λοιπόν,και ν' ανασάνουνε, είχαν τόπο,
μιά εδώ, μιά δεκαπέντε μέτρα παρακεί,
τόπο και, τον χινοπωριάτικο ήμερο όρθρο
της Όστριας ν' απολάψουν, πριν ο ήλιος βγει,

και τις μαζώξει ο νοικοκύρης, απορώντας
πώς είχαν μείνει τόσο απάνω στα κλαριά!
Ο νοικοκύρης που, καιρό μετά, χτυπώντας
το κέλυφός τους, να τις σπάσει,ίδια, ξανά

δοκίμαζε έκπληξη που, στου σφυριού τη βία,
αντιστεκόντουσαν με πείσμα σθεναρό,
ωσάν πλασμένες απ' ατσάλινη ουσία,
ωσάν γρανίτες γεννημένοι στο βουνό!

Μα κι όταν ,τέλος, έσπαζε καμιά , με βιάση
λαίμαργα τρώγοντας την ψίχα ,μια στυφή
γεύση απ' αγίνωτο, άγριο,ένιωθε, κεράσι,
και μια κρυάδα από Δαμασκηνό σπαθί,

έτσι που ολομονάχες μακριά απ' τις άλλες
καρύδες,είχαν πλάσει φρόνημα γερό,
έτσι που μες στη σιγαλιά, τις πιο μεγάλες
Γραφές της Πίνδου, εμελετήσανε καιρό,

έτσι που ωσάν και τους μοναχικούς αλήτες
που βλέπουν τ' άφαντα μακριά απ' το συρφετό,
είδαν μονάχες στα κλαριά καμπόσες νύχτες,
τι παναπεί θεός κι ερμιά και ριζικό ,

τι παναπεί να τραγουδάει πικρά τ' αηδόνι,
στη ρεματιά τη δασωμένη τη βαθιά,
το θάνατο που εκίνησε κι όλο ζυγώνει,
σαν καταιγίδα μαύρη πάνω απ' τα βουνά.
ά. - λεύτερη Πίνδος/Χουλιαράδες

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2024

Ποίηση θα πει ...

 

https://www.youtube.com/watch?v=FBFaWz4gATY
..."κι ο ζων νεκρός της μνήμης μας/ μια πτήση στον αιθέρα/ στο χάος και στο όνειρο/ απελπισιά χορτάτος..."(Αργ. Μπακιρτζής)...αληθινά ποιήματα δεν είναι αυτά που γράφονται και τα διαβάζουμε...αληθινά ποιήματα είναι οι στιγμές οι σπάνιες που τις ζούμε και τις "ρουφάμε" ως το μεδούλι...άρα λοιπόν,η Ποίηση είναι ολούθε γύρω μας,θέλει μάτια και ψυχή ανοιχτά,για να "διαβαστεί"... ας πούμε, ποίηση,είναι να κάθεσαι και να ρεμβάζεις αγναντευοντας πέρα μακριά τον παγωμένο ορίζοντα με το Μιτσικέλι να στεφανώνει τα τριώροφα της γειτονιάς (photo),κι όπως ακούς την Αρζεντίνα του Αργύρη Μπακιρτζή,ένα τραγούδι τοσο πολύ πλημμυρισμένο με θάνατο,να νιώθεις εκείνη την ώρα,αθάνατος κι υψωμένος...να νιώθεις δηλαδή,μια στιγμή αθανασίας,ή σωστότερα να νιώθεις και να ζεις 85 δευτερόλεπτα αθανασίας,όσο διαρκεί αυτό το θεσπέσιο άσμα....και μαζί, να λούζεσαι κατάβαθα στην ποιητική αχλή του εξαιρετικού αυτού τραγουδιού, σε σημείο που να βλέπεις αντίκρυ,παρακάτω απ' την αυλή,τα τσιμεντένια τριώροφα, να "ζωντανεύουν" , να σε κοιτάνε και να τα κοιτάς, να ξεκολλάνε απ' τα θέμελά τους,και να σπεύδουν να σ' ακολουθήσουν στο ρίγος που νιώθουν να σε τυλίγει εκείνη τη στιγμή,και σ' έχει από ώρα οδηγήσει ψηλά στις μενεξεδένιες ατραπούς της αισθαντικότητας....(τώρα,νομίζω το βρήκα:το να 'σαι αισθαντικός,αυτό είναι το ζητούμενο,αυτό είν' η Ποίηση,να ζεις δηλαδή μ' ευαισθησία τη ζωή σου,έτσι που να την κάνεις ποιημα....
..Μια σταλιά,κι αυτός,μεγάλος
για να νιώσει ποιητής,
μ' όλο της ψυχής του τ' άλγος
να πετάει μεσουρανίς,

του γραφείου του την κουρτίνα
παραμέριζε φυρή,
έβαζε την "Αρζεντίνα"
του Αργύρη Μπακιρτζή,

κι όπως ο "νεκρός της μνήμης"
τόσο "ζων",στο δείλι,τον
κατελάμβανε εξ απίνης,
έμφορτο ωραίων μνημών,

άφηνε να τον συνθλίβει
του θανάτου η γιορτή!
Κι ούτε που 'πιανε μολύβι,
κι ούτε που άγγιζε χαρτί.

Τι να έγραφε,και τι να
στιχουργούσε ο καψερός,
όταν "βρόνταγε" η Αρζεντίνα
πλάι του μεγαλειωδώς,

αψεγάδιαστα στακάτο,
κι άφταστα μελωδικό,
της ζωής και του θανάτου
τον αιθέριο γλυκασμό;

Ποίηση θα πει -σκεφτόταν- :
γίνομαι αθάνατος
σαν τη μάνα-Πίνδο,όταν
μ' έχει ζώσει ο θάνατος.

Κι όπως μάντευαν το πάθος
σύγκορμα που τον δονεί,
τα τριώροφα στο βάθος,
παρακάτω απ' την αυλή,

τους εράιζαν' τα τσιμέντα,
τους ετρίζανε οι αρμοί,
τους εγιόμιζε από μέντα,
του βουνού,η κυρτή σκεπή,

κι αναλήπτονταν ταχέως
στις ουράνιες ατραπούς,
όπου ίπτατο ακμαίος
ο ποιητικός του νους,

σάμπως να 'θελαν' κι εκείνα
σάμπως να 'θελαν' κι αυτά,
μπαίνοντας σε μιά του ρίμα,
να γενούνε αθάνατα!
ά.


Σάββατο 27 Ιουλίου 2024

Ο άγιος,μικρός τελάλης !


  

...Στα Τζουμέρκα,μακριά απ' τον αχό της πόλης...Εκεί που καταργούνται τα σύνορα μεταξύ Φύσης κι Ανθρώπου...Μπαίνει στο σπίτι αίφνης ενα χοροπηδηχτό ζουλαπάκι...."Σπάνε" τσιμέντα, πέτρες, σκεπές και τζάμια....Ο άγιος μικρός τελάλης σε καλεί στο ασχόλαστο πανηγύρι της Φύσης...Στο θάμα της αληθινής ζωής ...
...Μπήκε στο σπίτι ο πράσινος
καινούργιος φιλαράκος,
όμορφος χοροπηδηχτός
χαρά κι αλκή γιομάτος,

ξεδίπλωσε την Τέχνη του
και τα μαστορικά του,
τα σκέρτσα, τα τσαλίμια του
και τα χορευτικά του:

τέσσερα πόδια στυλωτά
και δύο στον αέρα
να χαιρετάν' τα σύμπαντα
και τη δροσάτη εσπέρα!

Tον κοίταγα με κοίταγε,
του γέλαγα μου εγέλα,
"-Ντύσου το φως, ψιθύρισε,
πέταξε, αλάφρωσε, έλα,

ξέχνα τι σού 'παν στο σχολειό,
μ' αθώου φτερα εγεννήθης,
βρες τα ξανά! Φενάκη είναι
του κόσμου η βαρύτης!"

Κι έσκυψα κι ηύρα τα φτερά
και του αθώου τη μοίρα ,
και την αγνότη μου έντυσα
βασιλική πορφύρα,

και φτερακίσαμε ψηλά
δυο ίσκιοι μόνοι αθώοι
δυο στεναγμοπλαντάγματα
στης Πλάσης τ' αχολόι ,

και μάρτυράς μου ο Κόζιακας
με τ' άγια του ζουλάπια,
ψηλά στης καπετάνισσας
της Όστριας την ντάπια

μας ηύρε η νύχτα στα βουνά
-μες στων αγίων τ' άγια-
σπαρμένη χίλια θάματα
γιομάτη μύρια μάγια.
ά. -Χουλιαράδες
- λεύτερη Πίνδος

Κυριακή 23 Ιουνίου 2024

Ο Στάθης απ' το Κιάτο


Στην κιβωτό των υψηλών 
λεπτών συναισθημάτων, 
ταξίδευε μελαγχολών
ο Στάθης απ' το Κιάτο.
 
Μα ήταν σφόδρα ασταθής
κι ας τον βαφτίσαν' Στάθη,
ήταν στο πιώμα επιρρεπής
και στης σαρκός τα πάθη!
 
Κι όπως,σπανίως δούλευε,
δυο-τρεις φορές το μήνα,
για να 'χει τα απαραίτητα,
τον λέγανε "κηφήνα"....
 
Μια μέρα ήπιε εκατό
τσίπουρα,και κατόπιν
 για την πουτανα κίνησε
της συνοικίας,την Πόπη.
 
Μα είχε αδύναμη καρδια,
κι εκεί στο ..μέσα-έξω,
"-Χάνομαι,Πόπη, ψέλλισε, 
πεθαίνω,δεν θ' αντέξω !" 
 
Κι έτσι πιωμένος κι ευτυχής 
ένα πικρό Σαββάτο, 
ξεψύχησε ο ασταθής
ο Στάθης απ' το Κιάτο:
 
 
ξεβράκωτος στο βρώμικο 
της Πόπης το μπορδέλο, 
μα ανίκητος στης "τρέλας" του 
τ' απόρθητο καστέλλο !

 ........................................
Την άλλη μέρα,στο στερνό
το κατευόδιο,φίλοι
και συγγενείς δεν πήγανε,
μονάχα δύο σκύλοι
 
αδέσποτοι,στον τάφο του,  
η γης πριν τον σκεπάσει,
με λύσσα ερωτοτρόπησαν,
κι ήταν σαν κεροστάσι 
 
στη μνήμη του απόκληρου
του Στάθη του κηφήνα,
ο άγριος πόθος των σκυλιών
πλάι στ' ανοιχτό το μνήμα!
23 Θεριστη του 2024

Παρασκευή 3 Μαΐου 2024

Ο Γλάρος

 

 

...Στη φωτογραφία,το πλοίο "Γλάρος" στο λιμάνι της Λευκάδας...
Ο ΓΛΑΡΟΣ
Σφυρά η μπουρού ! Εφάνηκε στ' άδειο λιμάνι ο "Γλάρος" !
Ιδέστε μπόι,παράστημα ! Ιδέστε αντρειά κι ορμή :
λεβέντης σαραντάπηχος ομοιάζει,και κουρσάρος!
Του αργοχαϊδεύει η Όστρια,τ' ατσάλινο κορμί, 

τον κανακευει τρυφερά,σαν μάνα το παιδί της
-πάλεψε με τα κύματα,κουράστηκε πολύ-
και μ' όλη την υπομονή και μ' όλη τη στοργή της,
σκύβει,του λέει σαν μάντισσα,ψιθυριστά στ' αυτί : 

"-Εκεί που τώρα στέκεσαι,"Γλάρε",σαν γίνεις μνήμη
και σκουριασμένα σίδερα στον σκοτεινό βυθό,
θα 'ρχονται πλούσιοι γιάπηδες και Φραγκολεβαντίνοι
μ' αστραφτερές θαλαμηγούς και κότερα σωρό! 

Και τότε,ω! τότε,μόνο αυτά τα τρία παιδιά τα νέα
που γελαστά κι ανέμελα στο πλάι σου περπατούν
τόσο φτωχά και λεύτερα,τόσο λαμπρά κι ωραία,
θα 'χουν,ψηλά απ' τους ουρανούς,για εσένανε να ειπούν 

πως μιαν ημέρα π' άστραφτε ο ηλιάτορας σαν φάρος
απάνω απ' τ' Ακαρνανικά τ' αντικρινά βουνά,
όμοια κουρσάρος στ' άδειανό λιμάνι εμπήκε ο "Γλάρος",
κι ο αιώνας κοντοστάθηκε ,του 'πε ένα "-Γεια χαρά!" 

κι εδάκρυσε για την παλιά,ποιητική Λευκάδα
που για καμπόσο, απ' τον παρά -ωιμέ- θα λωβιαστεί,
ώσπου σε μιαν του Πνεύματος άξαφνη σοροκάδα
θ' αντρειέψει πάλι και ξανά λαμπρή θ' αναστηθεί !
................................................................................
Άμποτες, "Γλάρε", να φανείς και πάλι στο λιμάνι ,
στεντόρεια και δοξαστική η πρίμα σου μπουρού
να ηχήσει,στις κουκέτες σου να μπούμε μάνι-μάνι ,
ταξιδευτές εκείνου του παλιού κι ωραίου καιρού !! 

Άμποτες, "Γλάρε",άμποτες
νά 'ρτει εκεινη η ώρα,
αγνοί κι ωραίοι σαν κάποτες,
και παραπάνω τώρα,
να ξαναγίνουμε Ποιητές
-φύτρες Σικελιανικές-
στου ήλιου,ορθοί,την πρώρα !
Άμποτες,"Γλάρε", άμποτες....
άγγελος παπαγεωργίου - λεύτερη Πίνδος  

ΥΓ Ωραία εικόνα - ωραίες ψυχωμένες εποχές - ωραίοι άνθρωποι : τα 3 παιδιά στέκονται αντίκρυ στο φακό,στητά κι ολόισια σαν κάστρα,με φόντο το κάστρο στο βάθος πίσω τους....Τότε που οι ανθρωποι έβλεπαν τον κόσμο ολόγυρα,ολοζώντανο κι όπως στ' αλήθεια είναι,κι όχι ψεύτικο και συμπιεσμένο μες στις οθόνες (κινητά,σμάρτφονς κ.λ) σαν ψάρι ψόφιο μες στο σαρδελοκούτι....

Σάββατο 20 Απριλίου 2024

Το νησάκι του Άγγελου Σκελιανού

 



Στη φωτογραφία,το νησάκι του σπουδαιου Άγγελου Σικελιανού,μια μικρότατη λωρίδα στεριάς,ένα -κι ούτε- στρέμμα, 2-3 χιλιόμετρα πριν το πορθμείο Λευκάδας,δεξιά όπως πάμε για τη Λευκάδα,που μάλιστα προσεγγίζεται πανεύκολα απ' την παραλία που  εκτείνεται ανατολικά και πίσω απ' το κάστρο της Αγίας Μαύρας που υψωνεται στο πορθμείο. 
Σημειωτέον,κάθε χρόνο,την πρώτη Κυριακή μετά τις 10 του Μάη ,που σημαίνει στις 12 Μάη Κυριακή του Θωμά  για φέτος,το νησάκι είναι επισκέψιμο,αφού γιορτάζει (τελείται λειτουργία από ιερείς και πάντα με παρουσία πιστων) το μικρό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου που ειναι χτισμένο πάνω στο νησάκι,βόρεια και πίσω απ' το σπίτι που ειχε χτισει εκει ο Σικελιανός για να παραθερίζει τα καλοκαίρια. 
Στη φωτογραφία λοιπόν,το νησάκι του Σικελιανού,ένα -κι ούτε- στρέμμα, γης,πριν την τελευταία καθίζηση, προτού δηλαδη αρχίσει να βυθίζεται στη θάλασσα..Εκεί ο Σικελιανός,ζώντας τα καλοκαίρια με τη γυναικα του την Εύα, την όμορφη "ζόρκα" (=γυμνή,στα Λευκαδίτικα,κατά το Ηπειρώτικο "ζάρκος"=γυμνός -ζόρκα την αποκαλούσαν οι Λευκαδίτες,διότι ντυνόταν με μιαν αλαφριά χλαμύδα που από μέσα φαινόταν όπως έλεγαν το κορμί της,κι όχι με πολλά και βαριά ρούχα που φορούσα οι Λευκαδίτισσες της εποχής),κοινώνησε βαθιά τη Λευκαδίτικη φύση,κι έτσι εκεί στην ουσία γεννήθηκαν τα ποιητικά αριστουργήματα μιας ολάκερης ζωής".Το νησάκι,μετά από μια τελευταία καθίζηση,"ακρωτηριάστηκε",σε μια προσπάθεια αυτοχειριασμού του -θαρρείς- ,ώστε να πάψει να ..ζει σ'  έναν κόσμο σαν το σημερινό,όπου η Αρμονία,το Φως, η Ποίηση και το Σικελιανικό Όραμα έχουν πλέον εξοστρακιστεί διά παντός...Υπό μία έννοια,το νησάκι του Σικελιανού που αργοβυθιζεται-αργοχάνεται,θα μπορούσε να παρομοιαστεί με τα όμορφα παλιά Γάννενα του Πνεύματος και της Αρμονίας,τα Γιάννενα του Γιοσέφ Ελιγιά,του Δημήτρη Χατζή,του Νίκου Χουλιαρά,που κι αυτά χάθηκαν οριστικά,για να δώσουν τη θέση τους,στα σημερινά Γιάννενα που,είναι αυτά που είναι,και δεν θα 'θελα περαιτέρω να τα χαρακτηρίσω... 
...Πώς στέκει ο γκρίζος δέλφινας
στη μέση του πελάγου  
ήσυχος κι ολομόναχος 
στο κύμα το γλαυκό,  
 
και χαίρεται  του ηλιάτορα 
τα ολόχρυσα πλουμίδια  
απάνωθε και γύρωθε 
την Πλάση να μεθούν,

έτσι  γλυκά στην Όστρια 
στέκει αποξεχασμένο 
το μια σταλιά ξερόνησο 
του Σικελιανού!  
 
Εκεί ο αλαφροϊσκιωτος  
με στίχους του,εμεθούσε
το Ιόνιο,το Ρωμαίικο, 
και τους εφτά ουρανούς! 
 
Τώρα  στο Ιόνιο  αναβροχιά,
και στο Ρωμαίικο στέγνα, 
και στους εφτά τους ουρανούς 
άσωστη σκοτεινιά. 
 
Κι αυτό το θαλασσόβρεχτο 
 το ένα -κι ούτε- στρέμμα
με στέμμα τ' αφροκύματα
και την παλιά εκκλησιά, 
 
μέτρο το μέτρο χάνεται, 
πόντο τον πόντο σβηέται, 
μες στου πελάου την τρυφερή 
βουλιάζει,αγκαλιά : 
 
τόσο το Φως που εστέρεψε, 
τόσο που πια εχάθη 
το Πνεύμα το υπερκόσμιο 
του Σικελιανού, 
 
τι θέλει αυτό πάνω απ' τη γης,
τι  θέλει πλιο να υπάρχει ; 
Κάλλιο κάτω απ' τη θάλασσα 
στον ήσυχο βυθό, 
 
εκεί που καταφύγιο 
βρίσκουν πια τα Μεγάλα 
τ' Αληθινά  τ' Αρμονικά 
τ' Άξια και τα Υψηλά,  
 
 σε μια ανθηρή κι ανέσπερη  
 ωραία Ατλαντίδα,
που θά 'ρτει κάποτε ο καιρός 
ξανά ν' αναδυθεί! 
ά.-λεύτερη Πίνδος-20 Απρίλη του 2024