Μαζεύοντας σήμερα το πρωί στο χωριό, τις τελευταίες καρύδες, της αποκαρδιωτικής -λόγω ξηρασίας- φετινής σοδειάς...Ελάχιστες καρύδες...Μια εδώ, μια καμπόσα μετρα παραπέρα...Οι παλιοί τις έλεγαν "μοναχιάρες",μονάχες δηλαδή ....Έπεφταν δυο και βάλε βδομάδες μετά απ' εκείνες που είχαν πέσει σωρηδόν και μαζεμένες...Είχαν πολύ σκληρό κέλυφος, έσπαγαν δύσκολα....Είχαν κι αλλιώτικη γεύση.....Σαν να 'χαν ποτίσει απ' τ' άρωμα της ερημιάς ,ολομόναχες για κάμποσο καιρό,ψηλά στα κλαριά,αυτές, τ' άστρα και τ' αηδόνι που τραγούδαγε δίπλα τους πικρά το θάνατο που κατέβαινε κι όλο θα κατεβαίνει σαν καταιγίδα πέρα απ' τα βουνά...
Για τις καρύδες θα σας πω τις "μοναχιάρες"
-έτσι τις λέγανε οι γερόντοι στα χωριά,
εκείνες που, ψηλά απ' της καρυδιάς τις κλάρες,
πέφταν' αργότερα απ' την άλλη τη σοδειά,
δυο-τρεις βδομάδες αφού είχαν πέσει οι άλλες,
οι άλλες που 'χαν στα σακκιά πια μαζωχτεί.
'τούτες λοιπόν ,μιά-μιά σαν τις αριές τις στάλες
βροχούλας σιγανής,επέφτανε στη γη,
ολομονάχες ,σαν καιρό να εμελετούσαν
την κάθοδό τους,σαν παράσταση στερνή
να 'ναι, ακριβώς έτσι όπως πάντα επιθυμούσαν:
μοναχική και προπαντός σιγαληνή !
Πέφταν' λοιπόν,και ν' ανασάνουνε, είχαν τόπο,
μιά εδώ, μιά δεκαπέντε μέτρα παρακεί,
τόπο και, τον χινοπωριάτικο ήμερο όρθρο
της Όστριας ν' απολάψουν, πριν ο ήλιος βγει,
και τις μαζώξει ο νοικοκύρης, απορώντας
πώς είχαν μείνει τόσο απάνω στα κλαριά!
Ο νοικοκύρης που, καιρό μετά, χτυπώντας
το κέλυφός τους, να τις σπάσει,ίδια, ξανά
δοκίμαζε έκπληξη που, στου σφυριού τη βία,
αντιστεκόντουσαν με πείσμα σθεναρό,
ωσάν πλασμένες απ' ατσάλινη ουσία,
ωσάν γρανίτες γεννημένοι στο βουνό!
Μα κι όταν ,τέλος, έσπαζε καμιά , με βιάση
λαίμαργα τρώγοντας την ψίχα ,μια στυφή
γεύση απ' αγίνωτο, άγριο,ένιωθε, κεράσι,
και μια κρυάδα από Δαμασκηνό σπαθί,
έτσι που ολομονάχες μακριά απ' τις άλλες
καρύδες,είχαν πλάσει φρόνημα γερό,
έτσι που μες στη σιγαλιά, τις πιο μεγάλες
Γραφές της Πίνδου, εμελετήσανε καιρό,
έτσι που ωσάν και τους μοναχικούς αλήτες
που βλέπουν τ' άφαντα μακριά απ' το συρφετό,
είδαν μονάχες στα κλαριά καμπόσες νύχτες,
τι παναπεί θεός κι ερμιά και ριζικό ,
τι παναπεί να τραγουδάει πικρά τ' αηδόνι,
στη ρεματιά τη δασωμένη τη βαθιά,
το θάνατο που εκίνησε κι όλο ζυγώνει,
σαν καταιγίδα μαύρη πάνω απ' τα βουνά.
ά. - λεύτερη Πίνδος/Χουλιαράδες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου