(..."σιαμαντούρα",παλιά
στα Γιάννενα,έλεγαν τον πρόχειρο χαρταετό που έφτιαχναν τα παιδιά,με
κομμάτια από λιμνίσια νεροκάλαμα,σκισμένα στη μέση και δεμένα
ακτινοειδώς,και πολύχρωμα κομμάτια λαδόκολλας,κολλημένα με ζυμάρι,στις
άκρες των καλαμιών...)
...Επέταγε ψηλά η σιαμαντούρα.
Του δειλινού τα νέφη τα μαβιά
ελόγχιζε. Κι ας ήταν καμωμένη
από ευτελή και πρόχειρα υλικά.
Διότι,ήταν εκείνος ο αγέρας
που πρίμα εφύσαγε κι ανελλιπώς.
Εκείνος ο αλλοτινός αγέρας
ο σαν το χνώτο του Θεού ζεστός,
που εφύσαγε ολόισια απ' τα σπλάχνα
των ταπεινών,στης πόλης τις γωνιές:
ψαράδες στα βαθιά νερά της λίμνης,
αργάτες στων γιαπιών τις σκαλωσιές,
σκουπιδιαραίοι στα σκοτεινά σοκάκια,
μοδίστρες στο βελόνι τους σκυφτές,
όλοι αυτοί,στου μεροκάματου όπως,
τη μάχητα την άγια τη σκληρή,
αγκομαχώντας , ξεφυσούσαν,πρίμος
αγέρας η ζεστή τους η πνοή
εσήκωνε ψηλά-ψηλά στα νέφη
τις σιαμαντούρες των μικρών παιδιών,
σαν αηδονάκια ολόχαρα στους κέδρους
σαν βραδινές δεήσεις των φτωχών
σαν πεταλούδια παρδαλά,στα μαύρα
στου Ναζωραίου τ' ανάκατα μαλλιά
την ώρα που ολομόναχος τραβούσε
τη στράτα την πικρή του Γολγοθά.
ά. -7 Μάρτη του 2022-λεύτερη Πίνδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου