Στη Σκάλα πλένουν οι κυράδες 
τα χράμια και τα μάλλινα. 
Τ' αρωματίζουν οι βοριάδες. 
Μοσχοβολάν' κυκλάμινα  


οι χωτζιαρέδες κι οι οντάδες
κι ήλιο και πλατανόφυλλα.
Γέρνουν απ' τη γλυκιά, οι  τσατμάδες ,
ζαλάδα, στα πορτόφυλλα,    




και πλημμυρίζει το μεϊντάνι 
τ'  ασύχαστο και τ' άπονο  
με το 'κατόχρονο πλατάνι,
απ' το βαρύ παράπονο: 




"να 'μουν αηδόνι σε κορφούλα
απάνω στην Ολύτσικα,
να τραγουδήσω μιαν αυγούλα
εκείνη που λιμπίστηκα !"