ποτάμι είναι και πάει.
Τα ζωντανά τα νοιάζεται,
τ' άψυχα τα νογάει.
Δίνει και στους πνιγμένους του
λωτούς, για να ξεχνάνε
παιδιά, μανάδες κι αδερφούς
και φίλους που αγαπάνε.
Μα σαν φουσκώνουν τα νερά,
μάνα μ', τα πρωτοβρόχια,
παίρνει το ρέμα τούς λωτούς,
παίρνει τ' Άδη τα βρόχια
και πάν' να βρουν τους ζωντανούς,
όλο χαρά οι πνιγμένοι.
Κανείς δεν τους θυμάται πια.
Γυρνάνε λυπημένοι.
Δένουν μια πέτρα στο λαιμό
για να ματαπνιγούνε,
μπράτιμοι με τον ποταμό
για πάντα να γενούνε.