ΤΟ ΞΟΔΙ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ-ΒΑΣΙΛΗ ΓΕΩΡΓΟΥΛΗ,ΣΤΟΥΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΔΕΣ
Ο μπαρμπα-Βασίλης ο Γεωργούλης+ (1940-1 Γενάρη 2025),ήταν γείτονάς μου στο χωριό στους Χουλιαράδες,στον κάτω μαχαλά της Πλακανίδας.
Χτίστης σπουδαίος που ..έχτισε τη μισή Ήπειρο (σπίτια,γιοφύρια,εκκλησιές, καμπαναριά, βρύσες),άνθρωπος σπάνιος: απ' εκείνους τους παλαιάς κοπής ανθρώπους που βάραιναν όμορφα κάποτε τον ντουνιά, που σήμερα πια αλάφρυνε ,χωρίς πλέον ανθρώπους σαν τον μπαρμπα-Βασίλη,να μπορείς να σταθείς για λίγο δίπλα τους,και να νιώσεις το βαθύτερο νόημα της ζωής και τη γλύκα των πραγμάτων που 'ναι στέρεα,αληθινά και μεγαλειώδη στην απλότητά τους. .
.........................................................................
Σαν άρχισα να γράφω το ακόλουθο κείμενο και τους στίχους,ήταν νύχτα Πέμπτης, 2 Γενάρη του 2025, η ώρα ήταν 10 το βράδυ, πριν 3 ώρες είχ' ανέβει στο χωριό, κι είχα πληροφορηθεί απ' τον καφετζή για το ξόδι πριν λίγο του μπαρμπα-Βασίλη, κι έτσι, "πεισμωμένος" που δεν έμαθα εγκαίρως για το χαμό του,ώστε να κανονίσω να 'μαι παρών σαν θ' άνοιγε μαύρα πανιά στ' αρμένισμά του το στερνό εκεί στο κοιμητήρι της Αγια-Παρασκευής στους Χουλιαράδες, "πεισμωμένος" λοιπόν, έκατσα στα μπάσια του σπιτιού , μ' ένα μπλοκάκι κι ένα σωμένο κιτρινόμαυρο μολυβάκι Στάντλερ,15 κι ούτε μέτρα αντίκρυ απ' το σπίτι του εκεί στο χωριό, ν' αναπαραστήσω το ξόδι του μπροστά μου, γράφοντας τους αρμόζοντες στίχους,κι έτσι να "δω" και να "ζήσω" εκείνες τις στιγμές, και να νιώσω μια ελάχιστη παρηγόρια,ότι ναι ήμουν κι εγώ παρών την ώρα που κατέβαινε στην αγκαλιά της Χουλιαριώτικης γης να σμίξει τη μανούλα του κι όλους τους χωριανούς του που 'γιναν μνήμη κι αιώνιο άστραμμα πάνω απ' το χωριό μας.
Πριν αρχίσω να γράφω, έβαλα στο youtube να παίζει συνεχόμενα το "Κράτησα Τη Ζωή Μου" του Μίκη και του Σεφέρη,και μάλιστα μια απ' τις πολλές ..εκδοχές αυτού του βίντεο-τραγουδιού, με πλάνα βουνίσια,για να ..βοηθήσει αυτό, να "δω" καθαρότερα τη σκηνή που ήθελα,με τα " φύλλα της οξιάς" του Σεφέρη, διά στόματος Μπιθικώτση,να πέφτουν πάνω απ' το κιβούρι του μπαρμπα-Βασίλη,καθώς η κάσα κατέβαινε 2 μέτρα βαθιά στη γη....
Ο Μπιθικώτσης, τραγούδαγε :
Έβλεπα τώρα καθαρά μπροστά μου τη σκηνή της ταφής, ή σωστότερα ήμουν εκεί ,δίπλα στο κιβούρι του μπαρμπα-Βασίλη.
Έβλεπα τον μπαρμπα-Βασίλη,λίγο πριν τον παραχώσουν,να ρίχνει -πίσω απ' τα σφραγιστά του νεκρίσια ματόφυλλα- το γιομάτο συμπόνοια βλέμμα του,ολόγυρα,για να χαρεί ,στερνή φορά, τους Χουλιαράδες του,την Τσιούκα αντικρυ, τον Άραχθο χαμηλά κάτω που βόγκαγε σαν πληγωμένο θεριό.
Και καθώς έβλεπα , έγραφα,αναμερίζοντας με το χέρι μου, τα " φύλλα της οξιάς" που 'πεφταν εκεί όπου το μολυβάκι μου διάβαινε κι αυλάκωνε το διψασμένο για στίχους μπλοκάκι μου....Κι έγραφα...
Έχτισες τη μισή,και βάλε,Ήπειρο,
ακάματε μαστρομπαρμπα-Βασίλη !
Μα τώρα, ομπρός στ' ορθάνοιχτο τ' αχείλι
του κιβουριού σου,έριχνες το ύστερο
το βλέμμα σου γύρω στην Πλάση : ογρό
κι όλο συμπόνοια για τον κόσμο βλέμμα,
ογρό σαν το νερό κι ωσάν το αίμα
στου πληγωμένου λύκου τον ντορό!
Κι εκοίταες ν' απολάψεις, να χαρείς
στερνή φορά την άσωστη ομορφιά
του κόσμου,πριν χωθείς στη γης βαθιά,
να γείρεις,κι ήσυχα ν' αναπαυτείς!
(Κι όσοι, μπαρμπα-Βασίλη, αναρωτιούνται,
οι ανθρώποι αν βλέπουν, πεθαμένοι οπού 'ναι,
βλέπουν και παραβλέπουν οι νεκροί,
άμα το θέλουν,κι άμα υπάρχει λόγος!)
Κι εκοίταες,και κλαρί όμοιαζε ο λόγκος
στα Λάπατα στην πιο ψηλή κορφή!
Κι απέ,την Τσιούκα εκοίταξες ζερβά,
όπου σ' επήγαινε παιδάκι η μάνα,
να ξεπληρώσει ένα παλιό της τάμα,
γιορτάσι κάθε που 'χε η Παναγιά!
Α! πώς εβόγκαε κάτω σαν θεριό
ο άνεμος στ' αχείλι του Αράχθου,
με το βαρύ το μύρο τ' ασπαλάθου,
και τη δροσιά στης νύχτας το φτερό
που αργοφτεράκιζε πέρα απ' τη δύση,
την Πλάση στο σκοτάδι να τυλίξει !
Κι εκοίταες γύρω, ώσπου, τ' αναριπίσματα
της μνήμης σου και της μεστής ζωής σου,
ο Γρέγος τα 'καμε ανεμοσκορπίσματα!
Κι οι ζωντανοί που εστέκανε αντικρύ σου,
τα χέρια τους τα κρύα σαν χουχουτίσανε,
να ζεσταθούν στου δειλινού το κρύο,
με μαύρο δάκρυο στερνοχαιρετήσανε
το μπάρμπα το Βασίλη, το "θηρίο"
που 'χτισε δεκαεφτά καμπαναριά ,
δέκα -μπορεί και δώδεκα- εκκλησιές
και σπίτια καμιά πεντακοσαριά
απάγκια για βουνίσιες φαμελιές!
Κι απέ, τεντώθηκε η τριχιά στην κάσα,
κι αργά-αργά σε κατεβάσαν' κάτω,
στον νιόσκαφτο τον τρίσβαθό σου λάκκο!
Κι απάνω, χώμα !Κι άλλο χώμα! Ανάσα
πια δεν γρικούσες στο νεκροταφείο!
Μονάχα ο νεκροθάφτης κι ο βοριάς
στ' ορθό το γιακαδάκι της νυχτιάς,
μέτραγαν σκότος,θάνατο και κρύο,
ώσπου κι αυτοί οι δυο, φύγαν',χαθήκαν',
και με τους ζωντανούς ανταμωθήκαν' !
...............................................................
Και τότε, λόγο(ν) άκουσες πνιχτό !
Ήταν η μάνα σου ! "-Κρυώνεις,γιε μου; "
είπε !Και πανωφόρι αναριχτό,
σου ρίξαν' μ' ένα φύσημα του ανέμου,
οι οξιές,τα φύλλα τους,ψηλά στο μνήμα,
να ζεσταθείς ο έρμος,κάνα τρίμμα!
Κι έτσι,μ' αυτόν της μάνας σου τον ψίθυρο
στης Τραμουντάνας το σκασμένο αχείλι,
διάβηκες σαν καπνός, μπαρμπα-Βασίλη
που 'χτισες τη μισή,και βάλε,Ήπειρο !
Άγγελος Σωτ. Παπαγεωργίου -2 Γενάρη του 2025-Χουλιαράδες/Πλακανίδα,λεύτερη Πίνδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου