Σε στάνη απ' όξω, εγρίκησα των εριφίων το γόο,
την ώρα που ένα ο μπιστικός τραβούσε για σφαγή
- ω! μάτι ευαίστητου μη δει, να σούρνουν έτσι αθώο
πλάσμα, να βρέξει τ' άλικο το γαίμα του τη γη-
κι εστάθηκα κι εκοίταζα τα ζώα τ' αλαφιασμένα,
της κάμας όπου αντίκρυσαν την ύστατη αστραψιά,
κι εθάρρησα -άραγε, έσφαλα;- πως έσκουζαν για μένα,
ότι γυράθε οσμίζονταν σαν ίσκιο απ' τα βουνά
τον Μέγα Κλώστη που βαστά της Μοίρας το αδράχτι
να ροβολάει στα διάσελα στη Γκιώνα αργά-αργά,
χορό για νά 'ρθει αντάμικο στο γκρίζο μου ριζάφτι
να στήσει με μαρμάρινα κλαρίνα και βιολιά.
.........................................................................
Της νύχτας τα μυριστικά, το σκοτεινό ζουμπούλι,
ποιος τά 'δεσε με τα βαριά του κόσμου τα κλειδιά;
Ποιος παίζει τον στριγκό ζουρνά και τ' άραχλο νταούλι,
ψυχούλες να ξεπροβοδά ο γκιώνης στα κλαδιά;
Άγγελος
Τετάρτη, 5 του Θεριστή του 2013