Εψέ-προψέ ακουρμάστηκα
της Πίνδου τον απάχη
στο Δίκορφο στο διάσελο
στα Λάπατα στη ράχη,
τον άνεμο, τον άνεμο
το ρήγα τον μονάχο
που πάει στις στέπες του Ιράν
που πάει και στο Αϊντάχο,
που βλέπει τον πετρελαιά
με τα πολλά τα φράγκα,
που βλέπει και το φουκαρά
στην τρύπια την παράγκα,
και φύσαγε και χόρευε
κλαριά και βελανίδια :
-Πού 'ναι ο αψύς ο άντρακλας
με τα βαρβάτα αρχίδια,
να μάσει δυο να μάσει τρεις
να μάσει χίλιους δέκα
ν' ανάψει η επανάσταση
Νιου Γιορκ, Παρίσι, Μέκκα,
να φάει η μύγα σίδερο
και το κουνούπι ατσάλι
να γίνει η μοιρασιά σωστά
απ' την αρχή και πάλι,
ο ένας μ' ένα να περνά
κι οι δύο να 'χουν δύο,
έτσι όπως τα 'πε κι ο Χριστός
στο κήρυγμα το θείο;
...........................
Φρύγανο ουδέ που σπάραξε,
μήτε που ανθός κουνήθη.
Κάτω στον κάμπο τα παιδιά
στης τηλοψίας τα βύθη
παίζανε τις πιτσικουλιές
και τα 'τρωγε η μαρμάγκα
άλλο στο μαύρο έλεος
χωρίς φαϊ και φράγκα,
άλλο στη γέφυρα του Ισθμού
για φούντο, έρμο στάχυ.
Εψέ-προψέ ακουρμάστηκα
της Πίνδου τον απάχη.
Άγγελος