Τ' αδέρφια του ίδρωτα,του μόχθου οι πρωτογιοί,
ποτέ κοστούμια δεν φορούν , μηδέ γραβάτες,
ταχιά μη στον αγρό τούς περγελάσει η γης,
μη στο γιαπί η ασβέστη κι η βροχή στις πλάτες.
Εμπόροι αν ήταν, προφεσόροι ή στοχαστές,
σατέν πουκάμισσο τη μεγαλομανία
θα εφόρουν.Τώρα απ' άλλες βάζουν εποχές
ρούχα φτωχά, και πάν' με κάποια αμηχανία.
Και μοναχά πριχού χωθούν στην κρύα τη γη,
ζεστά κοστούμια θα χαρούνε και γραβάτες,
τ' αδέρφια του ίδρωτα, του μόχθου οι πρωτογιοί
τη Γης που επήγαν -κι ας μην το ΄μαθαν- στις πλάτες.