Βούλιαζε ο βράχος στη μεσημβρινή ραστώνη.
Μια οργιά σιμά του, οκνοί γειρμένοι στα σπαρτά,
τρεις ηλιοπότες τζιτζικάδες φανφαρόνοι
'ψέλναν στο μπάτη και στον Αύγουστο "ωσαννά".
Κι η Πλάση εμέθυσεν απ' τ' άσμα τους, κι εθάρρει
κανείς πως ξάφνου η Γης εγίνη καφενές,
τόσο που εσείστη το χιλιόχρονο λιθάρι
κι από τα γκρίζα εβγήκε ,στήθια του, αμανές :
"-Να 'μουνα νιος , αμάν-αμάν,στα ωχρά μου χείλη
να ειδώ πώς είναι της αγάπης το φιλί
κι ας ξεψυχήσω αγαπημένος πια, ένα δείλι,
ζωή μετρώντας λίγων χρόνων, μα ακριβή."
Μια οργιά σιμά του, οκνοί γειρμένοι στα σπαρτά,
τρεις ηλιοπότες τζιτζικάδες φανφαρόνοι
'ψέλναν στο μπάτη και στον Αύγουστο "ωσαννά".
Κι η Πλάση εμέθυσεν απ' τ' άσμα τους, κι εθάρρει
κανείς πως ξάφνου η Γης εγίνη καφενές,
τόσο που εσείστη το χιλιόχρονο λιθάρι
κι από τα γκρίζα εβγήκε ,στήθια του, αμανές :
"-Να 'μουνα νιος , αμάν-αμάν,στα ωχρά μου χείλη
να ειδώ πώς είναι της αγάπης το φιλί
κι ας ξεψυχήσω αγαπημένος πια, ένα δείλι,
ζωή μετρώντας λίγων χρόνων, μα ακριβή."