Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2025

Στο "Βρετάνια",για παγωτό...

 



https://miafwtografiagianniwtikixilioistixoi.blogspot.com/

Κάτσαμε στο "Βρετάνια" ψες για παγωτό,   
είκοσι μέτρα απ' το παλιό το μπαρ:τη "Σφήκα". 
Βράζαν' τα Γιάννενα στου Ιούλη το καυτό
 καμίνι,ωστόσο εγώ δροσιά κι απάγκιο βρήκα, 
 
στις μνήμες που 'ρθαν απ' τα χρόνια της φωτιάς 
τα χρόνια τ' ανθηρά,τα χρόνια του '80 ,
τότε που εφύσαγε ένας μυστικός βοριάς, 
κι η πόλη,απάνω απ' το ταβερνείο του Μπόγκα 
 
ως κάτω το "Παλλάς",την Όαση,το Μακρή, 
και του Δημούλα το λαϊκό το καφενείο, 
παραδομένη στη λιμνίσια τη αχλή, 
όμοιαζε μ' εντευκτήριο που άνοιγε στις δύο 
 
τα ξημερώματα, σωρός να μαζευτούν 
οι ποιητές,οι αποσυνάγωγοι,οι παρίες, 
 κι εκείνοι που 'ξεραν με νοστιμιά να ζουν 
 γι' αυτό φορτώνονταν μ' αθώες αμαρτίες !
 
Κι ω! τι δροσούλα οι μνήμες στάλλαξαν , βαθιά
 στου ποιητικού μου οίστρου τον χλωρό το μίσχο!
Το παγωτό που επρόσμενε καρτερικά 
τον στεγνωμένο μου να τέρψει ουρανίσκο, 
 
μ' έβλεπε ,μ' ιερή μανία,στο χαρτί 
σκυμμένον,σαν καλόγερο σε σκήτη του Άθω, 
με όψη ιεροφάντη ,απόκοσμη,τρελή, 
ώρα καμπόσην,ακατάπαυστα να γράφω,  
 
ώσπου το ποίημα εσχόλασα ! Και νάτο εδώ,  
φυσάει μπροστά σας σαν βουνίσια νύχτια αύρα,  
να σας δροσίσει,στον πεζό τούτον καιρό, 
που όλα τα καίει της αντι-Ποίησης η λάβρα... 
ά.- λεύτερη Πίνδος- 21 Αλωνάρη του 2025

Τον καιρό που ζωκοπούσα θάνατο...

 

Θυμάμαι  τον  καιρό  που  ζωκοπούσα  θάνατο
κι  είχα  τον  Πόνο, της  ψυχής  μονάχο  Δέσποτα,
πώς  με  ζυγώνανε  τα  που  παντού είχαν  άβατο,
τα  ζαγαράκια,  τα  ψωρόσκυλα  τ'  αδέσποτα . . .
 
Με  περιμένανε  στο  Σύνταγμα, μεσάνυχτα
και  στα  ραιβά  μου  τα  ποδάρια  κουλουριάζονταν.
Στάζαν'  ερμιά  τα  ουρανοπήγαδα  ορθάνοιχτα,
κι  ας  μας  μαχαίρωνε,  κανένας  μας  δεν  νοιάζονταν.
 
Κι  απ'  την  ψυχή  μου  μέσα,  τον  καρκίνο  έβγανα
και  τους  τον  έριχνα  ψωμάκι  στο  πλακόστρωτο,
μαζί  και  τ'  ατσαλένια  του  μυαλού  τα  δρέπανα,
που  αστράφταν'  σαν  φωτιές στο  κρύο  φεγγαρόφωτο...
 
Κοιτάζαν'  σύξυλοι  οι  τσολιάδες  απ'  τον  Άγνωστο,
-φουστανελάδες  δράκοι, αγέρωχοι  κι  αμίλητοι-
τ'  ανθρωποσκυλολόι  τ'  αλλόκοτο,  τ'  ανάρμοστο
και  δάκρυζαν  μες  στο  σκοτάδι,  ορθοί  κι  ακίνητοι . . .
 
Κι  ύστερα,  χάραζε  η  αυγή  γι'  αυτούς  που  ζούσανε,
κι  ύπνο  γλυκό  μιας  ώρας  να  σταλάξω,  γύριζα,
στ'  άδεια  τα  μάτια  μου,  που  δίπλα  τους  περνούσανε 
τρελά  πουλιά  και  στοιχειωμένοι  φόβοι,  σύριζα . . .
 
Κι  όπως  γαβγίζαν'  τα  σκυλιά  κι η  κρύα  άχνα  τους,
σαν  φωτοστέφανο  στ'  αυτιά  τους  στριφογύριζε,
έβγαιν'  αμάσητος  βαθιά  μέσ'  απ'  τα  σπλάχνα  τους
και  στην  ψυχούλα  μου  ο  καρκίνος  ξαναγύριζε.