Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2025

Ο άγιος,μικρός τελάλης !


  

...Στα Τζουμέρκα,μακριά απ' τον αχό της πόλης...Εκεί που καταργούνται τα σύνορα μεταξύ Φύσης κι Ανθρώπου...Μπαίνει στο σπίτι αίφνης ενα χοροπηδηχτό ζουλαπάκι...."Σπάνε" τσιμέντα, πέτρες, σκεπές και τζάμια....Ο άγιος μικρός τελάλης σε καλεί στο ασχόλαστο πανηγύρι της Φύσης...Στο θάμα της αληθινής ζωής ...
...Μπήκε στο σπίτι ο πράσινος
καινούργιος φιλαράκος,
όμορφος χοροπηδηχτός
χαρά κι αλκή γιομάτος,

ξεδίπλωσε την Τέχνη του
και τα μαστορικά του,
τα σκέρτσα, τα τσαλίμια του
και τα χορευτικά του:

τέσσερα πόδια στυλωτά
και δύο στον αέρα
να χαιρετάν' τα σύμπαντα
και τη δροσάτη εσπέρα!

Tον κοίταγα με κοίταγε,
του γέλαγα μου εγέλα,
"-Ντύσου το φως, ψιθύρισε,
πέταξε, αλάφρωσε, έλα,

ξέχνα τι σού 'παν στο σχολειό,
μ' αθώου φτερα εγεννήθης,
βρες τα ξανά! Φενάκη είναι
του κόσμου η βαρύτης!"

Κι έσκυψα κι ηύρα τα φτερά
και του αθώου τη μοίρα ,
και την αγνότη μου έντυσα
βασιλική πορφύρα,

και φτερακίσαμε ψηλά
δυο ίσκιοι μόνοι αθώοι
δυο στεναγμοπλαντάγματα
στης Πλάσης τ' αχολόι ,

και μάρτυράς μου ο Κόζιακας
με τ' άγια του ζουλάπια,
ψηλά στης καπετάνισσας
της Όστριας την ντάπια

μας ηύρε η νύχτα στα βουνά
-μες στων αγίων τ' άγια-
σπαρμένη χίλια θάματα
γιομάτη μύρια μάγια.
ά. -Χουλιαράδες
- λεύτερη Πίνδος

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2025

Τον καιρό που ζωκοπούσα θάνατο...

 

Θυμάμαι  τον  καιρό  που  ζωκοπούσα  θάνατο
κι  είχα  τον  Πόνο, της  ψυχής  μονάχο  Δέσποτα,
πώς  με  ζυγώνανε  τα  που  παντού είχαν  άβατο,
τα  ζαγαράκια,  τα  ψωρόσκυλα  τ'  αδέσποτα . . .
 
Με  περιμένανε  στο  Σύνταγμα, μεσάνυχτα
και  στα  ραιβά  μου  τα  ποδάρια  κουλουριάζονταν.
Στάζαν'  ερμιά  τα  ουρανοπήγαδα  ορθάνοιχτα,
κι  ας  μας  μαχαίρωνε,  κανένας  μας  δεν  νοιάζονταν.
 
Κι  απ'  την  ψυχή  μου  μέσα,  τον  καρκίνο  έβγανα
και  τους  τον  έριχνα  ψωμάκι  στο  πλακόστρωτο,
μαζί  και  τ'  ατσαλένια  του  μυαλού  τα  δρέπανα,
που  αστράφταν'  σαν  φωτιές στο  κρύο  φεγγαρόφωτο...
 
Κοιτάζαν'  σύξυλοι  οι  τσολιάδες  απ'  τον  Άγνωστο,
-φουστανελάδες  δράκοι, αγέρωχοι  κι  αμίλητοι-
τ'  ανθρωποσκυλολόι  τ'  αλλόκοτο,  τ'  ανάρμοστο
και  δάκρυζαν  μες  στο  σκοτάδι,  ορθοί  κι  ακίνητοι . . .
 
Κι  ύστερα,  χάραζε  η  αυγή  γι'  αυτούς  που  ζούσανε,
κι  ύπνο  γλυκό  μιας  ώρας  να  σταλάξω,  γύριζα,
στ'  άδεια  τα  μάτια  μου,  που  δίπλα  τους  περνούσανε 
τρελά  πουλιά  και  στοιχειωμένοι  φόβοι,  σύριζα . . .
 
Κι  όπως  γαβγίζαν'  τα  σκυλιά  κι η  κρύα  άχνα  τους,
σαν  φωτοστέφανο  στ'  αυτιά  τους  στριφογύριζε,
έβγαιν'  αμάσητος  βαθιά  μέσ'  απ'  τα  σπλάχνα  τους
και  στην  ψυχούλα  μου  ο  καρκίνος  ξαναγύριζε.