Πρωτοχρονιά στα Γιάννενα
το τσίπρο μεταλάβαινα
σε ξέχειλο ποτήρι
γράδα κοντά στα είκοσι
κι ενίοτε παραπάνω,
Μπρούζο, Τσιοκάνη, Όαση,
Καραβατιά, Γκουγιάνο
τρίζαν τα ρακοπότηρα
στου μαγαζιού το βάθος,
πώς κουρταλούν τα σήμαντρα
κι αναγαλλιάζει ο Άθως,
κι ο μαχαλάς ευώδιαζε
ρακί,σαν Άγιος Τάφος,
και "τούτο εστί το αίμα μου"
βραχνόψελνε ο Βάκχος
μέχρι που ο Σκάρας-άγγελος
μ' ένα Sante ρομφαία,
κι οπίσω του εκκλησίασμα
ευλαβικό η παρέα
εμπαίναμε αναπόταμα*
στου κόσμου το ποτάμι
που κατηφόραε παρδαλό
απόξω από το τζάμι,
κάτω ο κόσμος, πάνω εμείς
σαν πέστροφες στο ρέμα,
βαστάγαμε αμετάβλητο
φρόνημα, βλέμμα κι αίμα,
οι άλλοι γέρασαν νωρίς,
εμείς μείναμαν ίδιοι
ωσάν στο Μώλο το παλιό
τ' άγαλμα του Μαβίλη
οπού αγναντεύει ακοίμητο,
το χάραμα το Δρίσκο,
τη νύχτα των στασιαστών
των άστρων το στολίσκο
που πάντα μπόι σηκώνουνε
και πάντα καταφέρουν
να φέξουν μες στη σκοτεινιά
το χάραμα να φέρουν.
........................................
Το τσίπουρο στα Γιάννενα
τα χρόνια του '80,
διπλό το μεταλάβαινα,
κι ακόμα μες στα δόντια
εκείνο το ίδιο πίσω-εμπρός
γλυκά το μηρυκάζω,
στου '80 τον παλιόν μπαξέ
ν' ανθοβολώ ν' αγιάζω...
*αναπόταμα= αντίθετα προς το ρεύμα του ποταμού
άγγελος παπαγεωργίου - λεύτερη Πίνδος