1982...μια ηχογράφηση, σαράντα σχεδόν χρόνια πριν, σε μια κασέτα MAXELL 60άρα....το πρωτο-πρώτο μου ακορντεόν...το πρώτο τραγούδι που 'μαθα να παίζω.... ΜΠΙΡΑΛΑΧ,1982 Στο πρώτο-πρώτο ακορντεόν το μεταχειρισμένο -χίλια εννιακόσια ογδόντα δυό- με δόσεις πλερωμένο, έδωσε-πήρε, πάλεψε, ωσάν το μαθητούδι κι όταν εντέλει μπόρεσε κι έπαιξε ένα τραγούδι, το PHILLIPS εβαλε σιμά το μαγνητοφωνάκι, κι έπαιξε και τραγούδησε κι εχάρη ωσάν παιδάκι το "Μπιραλάχ" το ..ινδοπρεπές του Στέλιου Καζαντζίδη. Πέρασαν χρόνια, το 'φαγε της λησμονιάς το φίδι το πρόχειρο ηχογράφημα το από καρδιάς φτιαγμένο, μέχρι που χτες, πω πω χαρά, τι σού 'ν' το πεπρωμένο, σαν από θάμα η παλιά η MAXELL η εξηντάρα βγήκε μπροστά του , τού 'φερε δάκρυ κι ωραία λαχτάρα, το χρόνο οπίσω εγύρισε σχεδόν σαράντα χρόνια, το σπίτι εγίνη μυγδαλιά και στ' ανθισμένα κλώνια, εστάθη η μάνα κι ο αδερφός και παρακεί ο πατέρας παρέκεια της Καλούτσιανης ο μαγικός αγέρας και παραπέρα η αμάραντη εφηβική του αγάπη, κι ένας κυκλώνας στο βαθύ μυωπικό του μάτι σηκώθηκε φτερούγισε διαγούμισε τον πόνο το χάρο φίλους πού 'φαγε και τον φευγάτο χρόνο, και "-Μπιραλάχ!" εβόγκηξε στα Γιάννενα αποπάνω στου δειλινού τα σύννεφα κι ακόμα παραπάνω όπου δεν ξέρεις αν πατάς το χώμα της αβύσσου ή του δικού σου ολάνθιστου και κρύφιου Παραδείσου. Και "Μπιραλάχ" και "Μπιραλάχ" τραγούδησε ως κι ο δρόμος... ...κι ειχε φυράνει η ζήση του σαράντα χρόνια όμως.... ..αιματηρά και βάρβαρα, απάνθρωπα κι ανόμως. ά. -λεύτερη Πίνδος-Μεγαλοβδόμαδο του 2016
...βρέχει στα Γιάννενα,παντού βρέχει,στα νοσοκομεία βρέχει κι απ' όξω μα και μέσα, κυρίως μέσα...
Βρέχει στα νοσοκομεία ,βρέχει απ' όξω βρέχει μέσα, την κοιτάζουνε οι αρρώστοι τη βροχή σαν πριγκηπέσσα δακρυσμένη, στο δασύλλιο ,στο στενάχωρο μπαλκόνι, στο ξασβέστωτο νταβάνι ,στο ιδρωμένο το σεντόνι,
στο σπιρούνισμα του μαύρου καβαλάρη μες στη νύχτα, στον καφέ νωθρά που λάμνει των νοσηλευτών η νύστα, πέρα στου πικρού θανάτου τα πελάγη εγιαλέσα, βρέχει στα νοσοκομεία βρέχει απ' όξω βρέχει μέσα. ά. - λεύτερη Πίνδος-25 Απρίλη του 2016
Είχε να πάει σ' εκκλησία απ' τον καιρό του Νώε, καμπάνα μόνο τη Μοσχολιού γρικούσε, της γειτονιάς του η πουτάνα,
μα από συνηθεια ξεχασμένη σήμερα των Βαϊων εβγήκε πρωί στους Άγιους Αποστόλους σαν πέρδικα δροσάτη εμπήκε
κι όπως την κοίταξαν μειδιώντας της κοινωνίας τα πλούσια τσόλια με τα κασμίρια τα πτυχία και τα γιομάτα πορτοφόλια,
έλαμψε ετούτη από γινάτι
σ' άμυνα -λες- ιερή κι εσχάτη,
κι επήγε ο Αρχάγγελος κι εστάθη
φύλακας στο δεξί της μάτι
και μάνα της στ' αριστερό της
η Παναγιά του κόσμου η μάνα,
κι άστραψε ρόδο πλάι στα βάγια
της γειτονιάς του η πουτάνα.
ά. - λεύτερη Πίνδος-24 Απρίλη , των Βαϊων, 2016
ΜΑΧΑΡΑΝΗ... Γύρισε απόξω οπού 'χε ειδεί μια αγάπη εφηβική του, σαράντα τόνους στο δεξί την ένιωθε τη βέρα, έβαλε τη Μαχαρανή, αγάλλιασε η ψυχή του, φλόμωσε ούζο το γυαλί κι έγινε η νύχτα μέρα,
εβόγκηξε ο Αγγελόπουλος σαν το σφαγμένο αηδόνι κι αντίκρυ του στης γειτονιάς τα τρίψηλα μπαλκόνια βγήκανε με τα σώβρακα χαράματα οι γειτόνοι χόρευαν τη Μαχαρανή , πήραν φωτιά τα χρόνια, αυτός εγίνη δεκαοχτώ κι εκείνη δεκαέξι, κι ο Γαλαξίας πού 'βλεπε , παιδάκι αθώο στα έξι... "Μαχαρανή , Μαχαρανή,τη νύχτα αυτή πεθαίνω , για το λιανό κορμάκι σου στον Άδη κατεβαίνω". ά.
(..πέθανε πια ο Δάσκαλος, εχάθη στους αβυσσαλέους καταπιώνες της τηλοψίας και του διαδιχτύου...)
Τι δασκαλεύεις, δάσκαλε, σάμπως σ' ακούει κανένας, πέτρωσες φουκαρά σαλέ ορθός μονάχος κι ένας εσύ το μαύρο δειλινό τα σάπια τα θρανία το μπαλωμένο σου παλτό κι η τρέλα σου η αγία, γύρω σου νέκρα και νερό κρύο βαθύ και μαύρο σκύβεις και βλέπεις στο βυθό γαρούφαλλα και νάρδο τον Κάλβο το Βιζυηνό και τον Παπαδιαμάντη τον Παλαμά το Σολωμό, και καρτεράς εις μάτην να βγούνε πάνω απ' το νερό, "δάσκαλε σε γελάσαν' σ' αυτό το δίσεχτο καιρό τ' αηδόνια πάει σωπάσαν' " φωνάζει ο σκοτεινός βυθός, και πέφτεις και βουλιάζεις στων ποιητών τα ερέβη εντός γιατρεύεσαι ησυχάζεις, κάτσε εκεί κάτω δάσκαλε στα θάμνα και στα φύκια στης πλέριας νέκρας τα σαλέ στα ωραία αρχονταρίκια να δασκαλεύεις να σ' ακούει στ' Άσωστο Χάος Το Μέγα Το Φως Τ' Ανέσπερο που κρούει τα σήμαντρα στο Βέγα πέντε χιλιάδες τέρμινα κι είκοσι εννιά αιώνες, και βγαίνει πάνω απ' τα βουνά κι απ' τους βαριούς κυκλώνες στου Πνεύματος τις εκκλησιές και λειτουργάει ο Λόγος, στης Ιστορίας τις περατιές ολόφωτος και μόνος να λειτουργιέται ο θνητός, γαλήνιος μερωμένος να σβηέται δαίμονας θεός θύτης κι εσταυρωμένος. ά. - λεύτερη Πίνδος -20 Απρίλη του 2016
....Πάνος Γιωτόπουλος ή Μεζές...έζησε μόνος ,κι ενίοτε παραδομένος ως και στη χλεύη των γύρω του, αλλά με το προνόμιο να μοιάζει μόνο με τον εαυτό του, στον άχαρο καιρό της ομοιομορφίας, των κάλπηδων, και της απουσιάζουσας χάρης- αθωότητας-έμπνευσης...
Έμοιαζε μόνο με τον εαυτό του -σαν κι ο Παπαδιαμάντης(;) που 'χε ειπεί- ένα αηδονάκι στη βοή του κόσμου ένας ψαλμός στης νύχτας τη σιωπή,
έτσι που εντέλει στην αραιοτάτη κηδεία του την απλή, ο καψερός εγέλασε κι εγλέντησε κι εχάρη στο φέρετρό του μέσα ξαπλωτός,
στο δρόμο καθώς γρίκαε για το μνήμα κεφάτοι που εχωράτευαν πολλοί με τα πειράγματα που του 'χαν κάνει -λες κι ήταν σε βαφτίσια και γιορτή-
με τις χιλιάδες πλάκες που του εστήσαν' στο Μώλο, στην Πλατεία, στο Διεθνές, και μόνο προς το τέλος σιωπήσαν' στου νεκροθάφτη τις κοφτές φτυαριές,
σαν του παπά το θυμιατήρι εσείστη πάνω απ' το λάκκο του έξι-εφτά φορές ωσάν κι αυτόν που χρόνια πάνω-κάτω γυρνούσε ανέστιος σαν το εκκρεμές,
κι εντέλει δάκρυ δεν εχύθη ούτ' ένα ώσπου τον πήρε κάτω η μάνα η γη. Έμοιαζε μόνο με τον εαυτό του -σαν κι ο Παπαδιαμάντης(;) που 'χε ειπεί. ά.- λεύτερη Πϊνδος- 19 Απρίλη του 2016
στη photo: Γιάννινα, δεκαετία του '50, ο θρυλικός καφενές του Σάββα...τι απόμεινε απ' τα παλιά μικρά-ωραία Γιάννενα πια...οι ελάχιστοι παλιοί Γιαννιώτες, τα ..ελαχιστότερα αγκρέμιστα στέκια σαν του Σάββα, κι οι ..ελαχιστότατες ιπτάμενες ακόμα στον Γιαννιώτικο αιθέρα κουβέντες των αλλιώτικων κι ωραίων μποέμηδων της πόλης...ξερω εναν φίλο ποιητή, που πηγαινει με τις ωρες και πίνει τον καφε του σε στέκια σαν του Σάββα, καταγράφοντας στο μπλοκάκι του σε ποιήματα,τις κουβέντες που "ακούει" πενήντα χρόνια πίσω απ' τους θαμώνες του '60...
Στον καφενέ τον Τούρκικο τού Σάββα, απ' τη λιμνίσια αχλή πέντ'-έξι οργιές κι από το Κάστρο δυό, οι εργάτες άμα το δειλινό εσχολάσαν τις δουλειές,
στον πλάτανο από κάτω εσυναχτήκαν να πνίξουν την ανία τους στο κρασί, για τον καιρό και τον ποδόγυρο είπαν τα Γιάννινα και την πολιτική,
κι όλα όσα είπαν μα κι αυτά που αφήσαν' να κουβεντιάσουν τ' άλλο δειλινό, στο νύχτιο τον αιθέρα εφτερουγίσαν, καβάντζα στο Γιαννιώτικο ουρανό
να 'χουν οι ποετάστροι οι ντόπιοι άμα η έμπνευσή τους έχει αναδουλειές. Στον καφενέ τον Τούρκικο τού Σάββα, απ' τη λιμνίσια αχλή πέντ'-έξι οργιές... ά.
Ποζάρουν στο Ασλάν Τζαμί οι γυναίκες, ρούχα καλοκαιριάτικα φορούν, γεράκι ο χρόνος πάνω από τους λόφους ζυγιάζεται, μα αυτές αδιαφορούν,
τη βόλτα λογαριάζουν στην Πλατεία τρυγόνες που θά βγουν εσπερινές για έναν περίπατο Ζευγάρια-Μώλο για μόκα παγωτό στο Διεθνές,
στα Γιάννενα άμα μπαίνει Αλωνάρης οι μέρες μοιάζουν όλες Κυριακές, καλόγρια νιά η θερινή ραστώνη γιομίζει την Αβέρωφ ψαλμουδιές, τα μαγαζιά τα καφενεία οι σκύλοι τον ήσυχο χειμώνα αναπολούν. Ποζάρουν στο Ασλάν Τζαμί οι γυναίκες, ρούχα καλοκαιριάτικα φορούν. ά. - λεύτερη Πίνδος- 16 Απρίλη του 2016
....μια πολύ καλή φίλη,ειχε ποσταρει το ακολουθο κειμενακι,όταν κυκλοφόρησε το δισκακι "Ο άγγελος ο Ιτζουμερ",...πέρα απ' το "υπερβολικό" , λόγω συμπάθειας για μένα, ύφος , μου ειχε κάνει εντυπωση πώς και πόσο ζευγαρωνει την άσκηση με την επανασταση (ή τουλάχιστον με την επαναστατικότητα, τη διαθεση για επανάσταση, το να "επαναστατείς" με τη γυραθε κατάντια-ξεφτίλα-κατάπτωση-ραγιαδιλίκι)...ειναι κάτι που το 'χω βιώσει : όταν συμβει (σπανιότατα) ν' απεχω 2-3 μέρες απ' την καθημερινή ασκηση (τρεξιμο στη φύση) , καταλαγιάζει ο "θυμός" μου απέναντι στους μαστόρους της ασχήμιας/εκμετάλλευσης/αδικίας, γενικά..."καναπεδιάζω", μαλθακεύω, "ξεχνώ", τρώω την καραμέλα που σερβίρεται εκεί που δεν μπορεί κανεις να φανταστει....όταν ξανανεβαινω για τρεξιμο στο βουνό, βρισκω ξανά τα ..παλιά πατήματα, αφυπνίζομαι, ματαβλέπω καθαρά και σε βάθος...σκέφτομαι λοιπόν, πώς και πόσο μεθοδικά ,αυτό που γενικά κι αόριστα ονομάζουμε "σύστημα", έχει δεκαετίες τώρα αλλοτριώσει /αποκοιμίσει/ευνουχίσει τους αδικημένους της Γης, αφού πρώτα τους μάντρωσε μέσα στα τσιμεντενια κιβούρια των μεγαλουπόλεων, ώστε να μη κάνουν τ' αυτονόητο :να ξυπνήσουν, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ένα πρωί , και να βαδίσουν να γκρεμίσουν τα κάστρα της πλουτοκρατίας, ΠΑΝΤΙ ΤΡΟΠΩ, κι όχι αναίμακτα βέβαια...ας σκεφτούμε ότι το 1% του πληθυσμού της Γης, εχει μαζωμένο πλούτο περισσότερο απ' το υπόλοιπο 99%...!!ακολουθει το κειμενακι της φιλης μου....
Κάθε επανάσταση έχει και ένα μουσικό σύνθημα που την εμπνέει για αγώνες, η δική μας διάλεξε απο τους προγόνους μας το "Άγγελο Iτζουμέρ" σαν σύμβολο να κάνουμε το ΧΡΕΟΣ στην ράτσα μας..."Άσκηση φώναζα, παντοδύναμη θεά, που σφίγγεις το χέρι σου, σα ρόγδι γινωμένο και ξεζουμίζεις την καρδιά του ανθρώπου, Μάνα σκληρή της νίκης, που για να την θρέψεις την ταίζεις με την πείνα, ω ανήλεο χέρι, άσφαλτο, που οδηγάς στον λυτρωμό, σαν το μονοχρονίτικο κοτσύφι που καθίζει δίπλα στο γέρο κότσυφα, ως καθίζομε δίπλα σε πηγή, και πότε χαμηλώνει το κεφάλι σα να προσδέχεται ως ευλογία τη σοφή λαλιά και πότε σηκώνει και βυθάει το κίτρινο ραμφί του στο βουερό ποτάμι του αέρα και τρέμει-ως σε αφρόχειλο γκρεμού-να πέσει στο τραγούδι, όμοια, ορθός μπροστά σου, ω βρυσομάνα του ακέραιου τραγουδιού, Άσκηση, γυμνάζω την καρδιά μου στο μέγαν ύμνο της λευτεριάς"
...σαν σήμερα 15 Απρίλη του 1896, πέθανε ο Γεώργιος Βιζυηνός ο μέγιστος μετά το Σολωμό Έλληνας ποιητής (κι ας αναφερεται σαν πεζογραφος κυρίως)...πριν χρόνια, στο τέλος μιας βδομάδας αφιερωμένης σ' αυτόν το μεγαλο ποιητή, φτιάξαμε και τραγουδησαμε με τα παιδιά ένα τραγούδι για τις τελευταίες ιερές του στιγμές...τα μικρά παιδιά λειτουργούνε με τον αυθορμητισμό και τη φαντασία των τρελών...ή για να το πω καλύτερα κι ακριβεστερα, τα παιδιά είναι ..αδιάγνωστοι τρελοί που δείχνουν το Φως και την Αλήθεια, μέχρι να "μεγαλώσουν" -όσα μεγαλώσουν, γιατί μερικά, ελάχιστα φροντίζουν να μη "μεγαλώσουν"- και να χαθούν πια δίχως δροσιά και χάρη στο κοπάδι...
Τη νύχτα να την αγαπάς, ποτέ σου μην την τρέμεις! Το 'πε παλιά ο Παλαμάς, το 'γραψε κι ο Πολέμης: "To φεγγαράκι τ' ουρανού με της αυγούλας τ' άστρα είναι πετρούλες του Θεού για της ψυχής τα κάστρα!" .................. Έλα, μανούλα-νύχτα, του κόσμου κόψ' τα δίχτυα και πάρε με απ' εδώ σαν άστρο μοναχό το γιο σου τον τρελό. ................ Η νύχτα είναι πέλαγο, καράβι το σκοτάδι, να συνηθίζεις τον καιρό στις θάλασσες του Άδη. "To φεγγαράκι τ' ουρανού με της αυγούλας τ' άστρα είναι πετρούλες του Θεού για της ψυχής τα κάστρα!" .................... Έλα, μανούλα-νύχτα, του κόσμου κόψ' τα δίχτυα και πάρε με απ' εδώ σαν άστρο μοναχό το γιο σου τον τρελό. ά. -λεύτερη Πίνδος
Είπε -και ελευθερώθη- "-Χαίρε, ω χαίρε λευτεριά ! " κι άχραντος εξαϋλώθη, στης Μουργκάνας τα βουνά.
Ζουζουνάκι πια στα κέδρα, αηδονάκι στον γκρεμό, τραγουδάκια λέει αλέγρα, μερακλώνει το Θεό.
"-Χαίρε, ω χαίρε ελευθερία, χαίρε, ω χαίρε λευτεριά" ! Υπερούσια μελωδία, βρίσκει πάνω στα βουνά :
στο βυζαντινό τροπάρι του μονάχου ποταμού, στη βροχούλα του Φλεβάρη, στη βροντή του κεραυνού !
Μόνος και συντροφεμένος, βασιλιάς και μοναχός, ευτυχής ξενιτεμένος, μες Στης Πίνδου Τ' Άγιο Φως .
Μαντεμένιο κομπολόι, τραγουδώντας κουρταλεί κι αντηχάει το μοιρολόι, ως την Αδριατική :
"-Άγια μου βουνίσια πέτρα, θυγατέρα του καιρού, δώσε μας σταθμά και μέτρα, δώσ' τ' αστού μια στάλα νου !" ............................................. Ο γιάπης χτίζει ευλαβικά, καριέρες στα τσιμέντα και τ' αηδονάκια χαίρονται, στον πεύκο και στη μέντα . . . ά.
Της έστελνε μηνύματα και τά 'πιανε, χιλιόμετρα μακριά διακόσια τόσα, αφού καλά τον κώδικα τον μάθανε, αιώνες που 'χει ο Όλυμπος κι η Όσσα:
με το βοριά επέμπαν την αγάπη τους, με το νοτιά, της κάμαρης τη θλίψη, με τον λεβάντε το βαρύ γινάτι τους και πόσο ο ένας τού άλλου είχε λείψει. ........................................................... Καμμιά φορά μονάχα που δε φύσαγε, κι ο πόνος τον εθέριζε σαν κόσσα, έκλαιγε εμπρός στο σκύλο του, που αλύχταγε, μακριά χιλιόμετρα διακόσια τόσα
ν' ακούσει αυτή τη μαύρη στενοχώρια του να κατεβεί τη νύχτα στο λιμάνι στα κύματα βαρκούλα παρηγόρια του το δάκρυ της να στείλει μάνι-μάνι. ά. -17 Δεκέμβρη του 2015 - λεύτερη Πίνδος
...Απρίλης είναι κι άνοιξη, καρδιά κι αγκάλη(ν) άνοιξε...
Τον έσφαζε κι η άνοιξη με τ' αηδονιού τις τρίλιες δυο μέτρα απ' τις ορθάνοιχτες της κάμαρης τις γρίλιες, μα πιο πολύ ο έρωτας τον έκανε κομμάτια στο αίμα και στο λογισμό στα σπλάχνα και στα μάτια,
γι' αυτό συχνά στα επείγοντα μπαινόβγαινε τα βράδια έρωτα κόλλαε τις μικρές γιατρέσσες που 'χαν βάρδια ανακατώνονταν γλυκά κι αντί για φακελλάκι μετ' επιτάσεως γαλλικό τού εζήταγαν φιλάκι,
γιατρεύονταν , εγιάτρευε, πήγαινε στο καλό του
με τη διάγνωση να λέει στο βιβλιάριό του :
"εσφάγη υπό του Έρωτος και τ' αηδονιού τις τρίλιες
δυο μέτρα απ' τις ορθάνοιχτες της κάμαρης τις γρίλιες".
...άλλη μια απ' τις ωραιότερες ..συμπτώσεις στις διαδικτυακές περιπλανήσεις, είναι όταν "πέφτει" κανείς σε μια φωτογραφία που κυριολεκτικά μιλάει...όπως ετούτη εδώ: η γυναίκα που βγαίνει για την απογευματινή της βόλτα, η θάλασσα δίπλα στην αιώνια/αέναη βόλτα της, κι ο πεύκος πάνω παραπονεμένος που η μοίρα του η βαριά τον έδεσε στη γη, να βλέπει τα όμορφα και να μην μπορεί να τ' ακολουθήσει....υπάρχουν στ' αλήθεια άψυχα; ή όλα παίρνουν κάποτε ψυχή και ζωή όταν έστω για δευτερόλεπτα βρεθούν σ' ένα κάδρο ζωής, ομορφιάς και ποίησης αληθινής/ζωντανής;;;;;
Εκείνη το σκαλί-σκαλί κατέβαινε κι η θάλασσα το κύμα-κύμα εμέτρα, κι ο πεύκος στα μαλλάκια της δυο μέτρα που η μοίρα του η βαριά στη γης τον έδενε
μ' έρωτα θείο κοιτούσε την αφέντρα οι άντρες να τη δουν σεργιάνι που έβγαινε, εκείνη το σκαλί-σκαλί κατέβαινε κι η θάλασσα το κύμα-κύμα εμέτρα. ά.
..Ένας νέος άνθρωπος 40 χρ.(στο αποπάνω δημοσιευμα) που ζει μοναχος του σ' ένα μοναστηρι στο Ζαγόρι στο βουνό,αυτός και τ' άστρα κι η ερμιά,είναι άγιος, όχι γιατί ειναι "χριστιανός",αλλά γιατί σφάζεται εκεί πάνω ολομόναχος απ' την ομορφιά του Κόσμου...Πράγμα -σκέφτομαι- που συμβαίνει παντού και μ' όλους όσους χώρεσαν στα μάτια τους αυτη την ομορφιά και την αρμονία του Κόσμου.Ν' αγιαζουν δηλαδή,κι ας μη φορεσαν ράσο, κι ας μη καλογερεψαν, κι ας μη ζουνε σε κελλί μοναστηριού αλλά στην τυρβη της πόλης κι ούτε καν μόνοι αλλά και μ' οικογενεια ακομη...Το τραγούδι "Δυο γυφτοπούλες στο βουνό" μού ακούστηκε σαν να γραφτηκε γι' αυτόν τον φίλο μας αποπάνω,80 χρονια πριν:μια γυφτισσα όμορφη με τη μάνα της, χτυπάνε την πόρτα του μοναστηριού, τον βλέπουν στην ερημιά του ..λαβωμένο-ολομόναχο, η μικρή τον ερωτευεται, ζητάει απ' τη μάνα της να τον πάρουν να τον γειάνει με τα φιλιά της......Οι στίχοι μου, συλλογιζόμενος τους χιλιάδες Αγίους των πόλεων, κι ακούγοντας το Στελακη τον Περπινιαδη να τραγουδαει το ασμα, που δεν ειναι του Βαμβακαρη αλλά του Σωτηρη Γαβαλά ή Μεμέτη...Κι ετούτοι, Άγιοι...
-Τι κάνεις, έρμε μοναχέ, σαν φάρος στ' ακρωτήρι, ολομονάχος στης Δοβράς τ' άγιο το μοναστήρι;
-Τροχάω την κάμα της σιωπής τ' ανέμου το μαχαίρι στ' άστρου τη σμυριδόπετρα, χειμώνα-καλοκαίρι
να κόβομαι να σφάζομαι σαράντα οργιές εντός μου να κολυμπάει στο γαίμα μου η ομορφιά του Κόσμου,
είδα στις πολιτείες πολλά μα τίποτε δεν είδα , στέγνωσα, απόκαμα, ήρθα εδώ σαν ποταμίσια βίδρα
να βρω το ρέμα το βυθό και τη μεγάλη όχθη το φως το νάμα το σκοπό το "πώς;" και το "διότι"... ....... ..είπε ο λιανός καλόγερος κι ορθόν μπροστά στην πόρτα τον πήρε πάνωθε ο βοριάς και κάτω τ' άγρια χόρτα
βραχνό βουνίσιο τεριρέμ στην Τύμφη και στο Μπάρο, ν' ακούν ν' αγάλλονται στα FM μ' ένα άφιλτρο τσιγάρο
οι μοναχοί των πόλεων Νιου Γιορκ μέχρι Καμπέρα που 'χουν γυναίκα και παιδιά και σπίτια και καριέρα
και δεν καλογερέψανε και ράσο δεν φορέσαν, την αρμονία του κόσμου αφού στα μάτια τους χωρέσαν,
αυθεντικοί κι αταίριαστοι μοναδικοί κι ωραίοι αναρχικοί κι αγέραστοι κι εκούσια μοιραίοι. ά.
...ο Δημήτρης Λάγιος, που σαν αύριο πέθανε...ο Διονύσιος Σολωμός, που κάθε ώρα και στιγμή λαμπροξαναγεννιέται όταν κι όπου ενας στίχος του γίνεται η απαρχή να φκιάσουμε ο καθείς μας το δικό του ποίημα...και λέω "να φκιάσουμε",κι όχι "να γράψουμε", γιατί ποίημα δεν σημαίνει απαραίτητα κάτι γραπτό αλλά οτιδήποτε εμπεριέχει ίχνη Ποίησης...ας πούμε, μια εντελώς προσωπική θεώρηση των πραγμάτων, μια ματιά στο αντικρυνό δέντρο σαν να κοιτάμε την ερωμένη μας, ένα σκίρτημα των σπλάχνων τελοσπάντων, ανεξήγητο αλλά τόσο τρικυμιώδες κι όμορφο...
Δεν ακούεται ούτε ένα κύμα εις την έρμη ακρογυαλιά,
λούζει η νύχτα το κορμί της και τα μαύρα της μαλλιά
στου πελάου το μυρωμένο το σκαφίδι το γλαυκό
σαπουνίζεται με τ' άστρου το σαπούνι το λευκό
τα σκουτιά της να φορέσει τα μαβιά τα καθαρά
νύφη που την καρτεράνε όσα ακοίμητα παιδιά
στα σκοτάδια ολομονάχα στο γκρεμό και στη φωτιά
ξενυχτάν' ν' ακουρμαστούνε πέρα απ' την απελπισιά
των νεκρών των ποετάστρων τον ολάνθιστο χαβά
να θαρρέψουν να γιορτάσουν να ψηλώσουν μια σταλιά
τόσο που 'γινεν ο κόσμος μια πληγή και μια φωτιά.
Δεν ακούεται ούτε ένα κύμα εις την έρμη ακρογιαλιά.
..κάποιες παλιές Απόκριες, σαν τώρα, θυμάμαι, αρχές της δεκαετίας του '80, πουμπωμένοι στο πιώμα , είχαμε γλεντησει όλη τη νύχτα με το αποκάτω τραγούδι της Χαρούλας Λαμπράκη να παίζει , αυτό και μόνο αυτό,συνεχεια στο ηλεκτρόφωνο...συνέχεια κι αδιάκοπα, απ' τις 9 το βραδυ ως τις 6 το χάραμα....μιλάμε δηλαδή για μερικές (2 σίγουρα) εκατοντάδες κέρματα, που με τη σειρά σηκωνόταν κι από ένας απ' την παρέα των 8-10 ατόμων, για να ρίξει στη σχισμή του ηλεκτρόφωνου, κάθε φορά που το τραγούδι τέλειωνε!!!!...σκέφτομαι λοιπόν,κάμποσες φορές, πόσο μεγάλη δύναμη έχει το τραγούδι που είναι στ' αλήθεια ΛΑΪΚΟ...το τραγούδι που σε "πιάνει" σαν να 'χεις πιεί δυο θάλασσες κρασί....το τραγούδι που σε ταράζει βαθιά και φέρνει φουρτούνα στο αίμα, τέτοια που να τραντάζεσαι συθέμελα , να χάνεις αυγά και πασχάλια, να υψώνεσαι σαν τον κισσό γραπωμένος στη μελωδία που βγαίνει απ' το ράδιο/πικάπ/ηλεκτρόφωνο/μαγνητόφωνο (ποτέ απ' το cd), και πάει ψηλά ολόισια στο Θάνατο...ναι, στο Θάνατο...ψηλά όμως....έχει τη σημασία του αυτό....γιατί , ο Θάνατος, άμα τον ατενίζεις και τον τοποθετείς στο φως και ψηλά, είναι σαν τον Έρωτα...είναι γλέντι και ταξίδι...κι άρα, αθανασία...όσο για το συγκεκριμένο τραγούδι που έγινε γνωστό σαν "Την καλή μου καρδιά", έκανε πάταγο εκείνα τα χρόνια....το 'χει ο μάστοράς του ο Κώστας ο Παπαδόπουλος, αριστοτεχνικά μελοποιημένο...με τα παρατεταμένα λυγμικά "α", της Χαρούλας Λαμπράκη, που σ' όλα τα τραγούδια όπου σωστά και με το αρμόζον μέτρο συναντάται,δεν είναι άλλο παρά το αιώνιο ανθρώπινο "αχ!" της νοσταλγίας, του έρωτα και της ζωής.....του έρωτα κυρίως....κι είναι σπουδαία υπόθεση ο Έρωτας... διότι,κάποτε, μετά από 100, 200,1000 χρόνια,η κοινωνική δικαιοσύνη, η ισότητα , κι η παντελής εξάλειψη της εκμετάλλευσης ανθρώπου απ' άνθρωπο, θα 'χουν γίνει -δεν μπορεί αλλιώς- πράξη...η Επανάσταση θα 'χει συντελεστεί, και βέβαια τα τραγούδια που σημερα μιλάνε για αγώνες, επανάσταση και δικαιολογημένες κι επιβεβλημένες γιούργιες, τότε θα ηχούνε όλα ..ξεθωριασμένα,"ντεμοντέ" και ...ξεπερασμένα....ενώ, το λαϊκό ερωτικό τραγούδι, θα πορεύεται στους αιώνες, θα ηχεί φρέσκο, διαχρονικό και παντοδύναμο...και πάντα δικαιωμένο..το αληθινά όμως λαϊκό ερωτικό τραγούδι...
Άνοιξη στον ξένο τόπο μακριά στη Γερμανία, κοίταγε κατά το Νότο με μιαν άγια νοσταλγία,
και το δάκρυ του βαπόρι με την Τραμουντάνα πρίμα, πάαινε Μόναχο-Ζαγόρι στης μανούλας του το μνήμα... ά.
ΟΠΟΙΟΣ ΠΑΕΙ ΣΕ ΞΕΝΟ ΤΟΠΟ Όποιος πάει σε ξένο τόπο, στη βαλίτσα, πρώτο-πρώτο, βάζει χώμα απ' το χωριό του, και τον άγγελό του.
Στο Μόναχο και στην Αθήνα, φυτεύει ξύλινα κλαρίνα, για να τον πάει στη μάνα πίσω, το μύρο τους το Πωγωνίσιο, με το βοριά με το νοτιά, με του αγγέλου τα φτερά. .......................................................... Όποιος πάει στον άλλο κόσμο, με το δάκρυ και το δυόσμο, παίρνει χώμα απ' το χωριό του, και τον άγγελό του.
Στον Αλνταϊρ, στην Ανδρομέδα, φυτεύει κυπαρίσσι μέγα, να σκαρφαλώνει στα κλαριά του, να πάει να βλέπει τα παιδιά του, με το βοριά με το νοτιά, με του αγγέλου τα φτερά, Χριστούγεννα και Πασχαλιά και στο γιορτάσι του Άη-Λιά.
Ο λοχίας Δημήτρης Ίτσιος,στις 6 Απρίλη του 1941,μόνος του μέσα σ' ένα πολυβολείο στα οχυρά του Ρούπελ, με το πολυβόλο του σταμάτησε ένα γερμανικό τάγμα .Σκότωσε καμιά διακοσαριά ναζήδες, αφού άδειασε 38.000 σφαίρες και σταμάτησε μόνο όταν του τελείωσαν οι σφαίρες και αφού είχε προξενήσει απίστευτες απώλειες στους Γερμανούς!
Ο επικεφαλής Γερμανός αξιωματικός, αφού τον συνεχάρη, τον εκτέλεσε εν ψυχρώ.
Στο χέρι, ο Ίτσιος, το δεξί, βαστάει το πολυβόλο, στ' άλλο, στην κάννη την καυτή, βαστάει το Γένος όλο.
Εδώθε ο Απρίλης κι η ζωή στου γιασεμιού την κόχη, κι εκείθε ο ζόφος κι η θανή κι οι σβάστικες κι οι Γότθοι.
-Πού πας, καλέ μου, στη φωτιά στα μαρμαρένια αλώνια, με τρεις ντουζίνες μοναχά -τρεις μόνο, έρμε- χρόνια ;
Εδώθε ο Απρίλης και το φως στου γιασεμιού την κόχη, 'δώθε κι ο Χάροντας ορθός βαρεί κοσσιά και κόφτει.
...απ' τις ωραιοτερες στιγμές εδώ μέσα στις διαδικτυακές περιπλανησεις, ειναι όταν συμβαίνει να γινονται αναπαντεχα καλλιτεχνικά ας πούμε σμιξίματα φίλων, όπου οι στιχοι του ενός προξενευονται με τις μουσικές του αλλουνού....εντελώς από μόνα τους,έχουν ψυχή, μάτια κι αυτιά τα πράματα αυτά....όπως εδώ, που οι μουσικές του φιλου μου Δημητρη Αβυδηνού, εσμιξαν με κάτι στιχακια μου...ωραία κι αδιαφιλονικητη "φταιχτρα", μια πανεμορφη γυναικα απ' τη Συρία, κι ως εκ τούτου αυτή στην ουσία το 'φτιαξε το τραγούδι....
ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΠ' ΤΗ ΣΥΡΙΑ
Σ' είδα, γυναίκα απ' τη Συρία, στην άκρη στον καταυλισμό να κλαις με δάκρυ καταρράχτη ποτάμι και κατακλυσμό, κι ήσουν ωραία μα τόσο ωραία στο κρύο εξώθυρο του Μάρτη, μια ολάνθιστη γαζία στο γκρίζο του Ηπειρώτικου του χάρτη, κι όταν βεβαίωσε ένα αηδόνι πως κλαις από Έρωτα κι αγάπη, ήρθε γονάτισε το Σύμπαν στο δακρυσμένο σου το μάτι.
...Κυριακάτικη "προσφορά" της μεγάλης αστοφυλλάδας,λεξικό νεοελληνικής γλώσσας 3ος τόμος, που προμηθεύτηκα μόλις.... ανοίγω....λέξη: "κατάπρυμα" !!!..κατάπρυμα=από την πλευρά της πρύμνης...η λέξη, στιχάκι, να τη γιορτάσουμε...ο Πάνος Τζανετής ("..στην πρύμνη σού 'δωσα φιλί...") σφραγίζει λέξη και στιχάκι...."...Λόγος-Τραγούδι-Το Πανηγύρι Της Αιώνιας Ελληνικής Γλώσσας...πάντα υπάρχει μια καταφυγή...
Κι άμα στερνά χωρίσαμε και κλάψαμε κι οι δύο, σε πήρε η νύχτα,μάτια μου, στο φερυμπότ στο Ρίο,
με το βοριά κατάπρυμα με τη φωτιά στα χείλια να καίει βουνά και θάλασσες σαράντα πέντε μίλια. ά. - λεύτερη Πϊνδος- 3 Απρίλη του 2016