Αχ! μαύρη γέννα των πιο κρύφιων νοημάτων...
'δές πώς ταράζονται οι φτωχοί μου οι αρμοί,
να βγουν οι στίχοι 'μπρός στην πένα σιωπηλοί,
τροφή να γίνουν των ωραίων μου οραμάτων!

'δές πώς κοχλάζει,βουερό ποτάμι το αίμα,
και πώς τρελά με βιάση οι μήνιγγες κροτούν,
καθώς οι αισθήσεις μου όλες επαναστατούν
παραδομένες στου Ρυθμού το αιθέριο ρέμα!

Κι όπως ξεχύνεται ο λεύτερός μου ο στίχος
μεσούρανα ν' αφήσει κι άλλο Φως στο φως,
απορημένος στέκει ακόμα κι ο Θεός
της Αρμονίας καθώς πλουταίνει ωραία ο ήχος...

Μα εκεί στο θάμα ολομπροστά, δεν έχω μάτια
να ειδώ τ' αθάνατο που γέννησα παιδί...
Παραδομένος,ξέπνοος σέρνομαι στη γη,
στων παραισθήσεων την κάμα  εφτά κομμάτια!

Κι ευθύς σαν βγαίνω απ' Του Φωτός μου τα ερέβη,
αλαφιασμένος φεύγω γρήγορα γι' αλλού!
Ετούτη η γέννα, όψη μου 'δωκε τρελού,
κι είναι αβάσταχτη των γνωστικών η χλεύη... 
Άγγελος