Έκλεισε
το Σάββατο 30 Μαρτίου 2013, μετά από 128 χρόνια λειτουργίας, το
ιστορικό βιβλιοπωλείο της «Εστίας» στην οδό Σόλωνος 60, στο κέντρο της
Αθήνας.Το βιβλιοπωλείο άνοιξε το 1885 και μεταφέρθηκε πριν από 21 χρόνια από την οδό Σταδίου στην οδό Σόλωνος.
Η μετακόμισή του ήταν η αιτία να μεταφερθούν πολλά βιβλιοπωλεία στον
συγκεκριμένο δρόμο, και τελικά η περιοχή να γίνει αυτή με τα περισσότερα
βιβλιοπωλεία στην πρωτεύουσα.
Αποτέλεσε στέκι συγγραφέων και βιβλιόφιλων πολιτικών και δημοσιογράφων όλα τα χρόνια και μέχρι σήμερα.
Στου χρυσαυγίτη βουλευτή το κάτουρο, στο MEGA, αυτός που θα εναντιωθεί θα πράξει σφάλμα μέγα.
Ο τύπος, πέρα απ' τις πολλές φαιδρές του τις στρεβλώσεις, τις φασιστορατσιστικές κι ανόητες αγκυλώσεις,
έκανε αυτό που θα 'πρεπε καθένας μας να κάνει συχνάκις διερχόμενος απ' τη MEGA-λη στάνη
με τα πρετεντερόσκυλα και τα καψηγομάρια τις τρεμογελαδόψειρες και τα τσιμοζαγάρια,
άτινα παίζουν το χαβά πέντ' έξι μανδαρίνων και σπάν' το δείλι στις οχτώ τ' αρχίδ@@ια των Ελλήνων. ....................................... Τουτέστιν, η ασύστολη των μίντια η μαφία κι η δημοσιογραφική απύθμενη αλητεία ,
θέλουν γερό κατούρημα, χέσιμο με μανία, κατροκλανομεθάνιο και ζέχνουσα αμμωνία,
στα δυνατά, στα τρίσβαθα θεμέλια των ναών τους, στις πόρτες, στους τετράψηλους τους τοίχους των σταθμών τους,
να πίνει μπύρες σπίτι του ο κάθε πικραμένος, και να τραβάει να κατουρά κανάλια επισταμένως,
ξεφτιλοπρωινάδικα, τηλεαποχαυνωτήρες, δημοσιοκαφρόσκυλα, ψυχοπνευματοθήρες. ..................................... Τον Μακρυγιάννη σκέφτομαι απόξω από το MEGA να βγάζει όξω τον μπούτσο του, τον μπούτσο της κι η πλέμπα,
η πλέμπα και το πόπολο με τα πουγκιά τα στέρφα, μύριοι νομάτοι στη γραμμή ακόπαστα κι αβέρτα
τάγματα θεονήστικα και φτωχολεγεώνες, να κατουράνε τα μπετά να πέφτουν οι κολόνες
να σκούζουν να τσιρίζουνε λούγκρες τηλεπερσόνες, να βγαίνει ο Κάλβος στις νεκρές ανενεργές οθόνες,
της Γλώσσας τ' αγιολούλουδο να ξανανθεί το μέγα, ψηλά στα ερείπια του STAR του ANTENA και του MEGA.-
(... Μόλυβος της Λέσβου....Πασχαλιά του '98...στο σπίτι της
κυρα-Καλής,μιας υπέργηρης αρχόντισσας που ζούσε ολομόναχη, με την
καταστροφή της Σμύρνης ολοζώντανη στο νου και τους πατριώτες της
-Έλύτη-Βενέζη- συχνά-πυκνά στα χείλη της....Κατεβατά ολόκληρα, θυμόταν
κι αράδιαζε από δαύτους...)
Στο σπίτι της κυρα-Καλής, καθόσουν δίχως να ενοχλείς των κάδρων τα φαντάσματα, στων ντουβαριών τα χάσματα.
Διάβαιναν στο παχύ χαλί, πρόσφυγες πέρα απ' τ' Αϊβαλί, τη Σμύρνη και την Πέργαμο, μ' ανθάκια από σφένταμο,
στα μαύρα-αχτένιστα μαλλιά και στ' άδεια μάτια τα θολά και γέμιζε ο οντάς, παλιούς Μυτιληνιώτικους σκοπούς,
βροχούλες Αυγουστιάτικες και χαραυγές Μαγιάτικες κι άλογα-κύματα μ' αφρούς και χοροστάσια με θεούς
κι αγέρηδες και πέλαγα και πλοία μισοπέλαγα, στους τοίχους και στις περατιές, κάτω απ' τις σκάλες τις παλιές,
στ' αφώτιστο υπόγειο, στο βίο τον Ιώβειο της όμορφης κυρα-Καλής που τράβηξε όσα άλλος κανείς,
μα κάρπισε και κράτησε κι όλο τον κόσμο αγάπησε. ............................................ Στο σπίτι της κυρα-Καλής, ίδιος δεν έβγαινε κανείς. Θνητός φτωχούλης έμπαινες, μ' ίσκιο Αρχαγγέλου έβγαινες,
με του Βενέζη τα φτερά και του Ελύτη τη φωτιά, ήλιος ζεστός κι ηλιάτορας, στο Μόλυβο αυτοκράτορας
κι αγνάντευε η κυρα-Καλή, ψηλά απ' το κορφινό σκαλί, σου 'γνεφε, σε χαιρέταγε κι ορθή στ' αστέρια πέταγε,
με το νοτιά γι' αμάξι της, παιδούλα στα δεκάξι της . . .
Στη φωτογραφία : μονή Προδρόμου-Δημητσάνα.Κρανία μοναχών-καλογήρων της μονής.Εκείνοι που λάτρεψαν την ερημία του κελλιού, δικασμένοι τώρα σ' έναν αβάσταχτο γι' αυτούς, συγχρωτισμό,μοιάζουν στην επάνω φωτογραφία να μπήγουν μ' απόγνωση τα δόντια τους στο σίδερο της λαμαρίνας, για ν' ανοίξουν τρύπα ,θαρρείς, να βρεθούν καθένας μονάχος του πάλι, στη γνώριμη-λατρευτή ,πλην όμως για πάντα απωλεσθείσα,ερημία του κελλιού... Τόσο που χρόνια οι μοναχοί, εζήσαν' στο κελλί τους μονάχοι -αγρύπνια, προσευχή, μετάνοια και ψαλμό- το 'φερε ,στην κατοπινή, η μοίρα , τη ζωή τους, να νιώσουν της κοινότητας τον άγνωρο παλμό.
Μα, πόσο αβάσταχτο, μ' αμνούς ,να συνωστίζονται όμοια , ένας να κρούει στο παγερό ριζάφτι του αλλουνού... Στους πέντε να τους σκόρπαγαν ανέμους, κάλλιο τα όρνια, ωραία καθένας μόνος του, να στέκει όπως πριχού! Κι ω! να! βαθιά στο σίδερο, οι καλόγεροι τα δόντια όσα τους μείναν' μπήγουνε, μ' απόγνωση βαριά, ν' ανοίξουν τρύπα, να χωθούν μόνοι!Του κάκου ! Αιώνια, την ερημία που απώλεσαν θα ψάχνουν στη σκουριά.
"Φεγγάρι, μάγια τού 'κανες και περπατά στα ξένα",
να πάει στη μάνα υπομονή, να φέρει και σε 'μένα,
δεμένες στη φωνούλα του και στ' απαλό του γρέζι,
κουβέντες ντρέτες κι όμορφες, γλυκές σαν πετιμέζι.
.......................................
"Ήταν καλός κι ήταν γλυκός κι είχε τις χάρες όλες",
κι ανθίζανε στο διάβα του, του Παραδείσου οι βιόλες.
Είχε κι αηδόνια κι άγγελους, στ' αντρίκειο του λαρύγγι
και χελιδόνια κι άβυσσους στην άκρη στο μηλίγγι.
Είχε "Αγάπης αίματα", "Περβόλια" κι εργατάκια,
"Τον Παύλο και τον Νικολιό" και του Μαγιού τ' ανθάκια,
τη "Δραπετσώνα", τη "Μυρτιά" κι όλη τη "Ρωμιοσύνη",
στα μάτια του τα καστανά, που 'φεγγαν καλοσύνη.
..................................
Πώς φτερουγάει ο σταυραητός, απάνω απ' τα ρουμάνια
κι απ' των γκρεμών τ' απάτητα, τ' απόκρημνα στεφάνια,
έτσι φτερούγαγε κι αυτός, με νότες για φτερούγες,
στης Αρμονίας τα βουνά, στης Ομορφιάς τις ρούγες.
"Μες στις θαλασσινές σπηλιές", με τον "Καμπούρη Αντρέα",
"στη γειτονιά του φεγγαριού", Μακρόνησο και Κέα,
"το πόδι ελαφροπάτητο" στα σύννεφα πατούσε
και μέθαγε με τη βροχή και γλυκοτραγουδούσε.
..................................
Φωνή σαν μαυρολίθαρο, που κρούει σ' άλλο λιθάρι
κι η σπίθα τους βγάζει φτερά και φτάνει ως το φεγγάρι,
ν' αστράφτει στην Πανσέληνο και να μεθάει τον κόσμο,
μ' εκείνον τον μεθυστικό των τραγουδιών το δυόσμο.
Φωνή βγαλμένη από "σπηλιές θαλασσινές" τη νύχτα,
μαζί με κλάμα δέλφινα που πιάστηκε στα δίχτυα.
Φωνή Θεού, φωνή λαού,που κάθε που αντηχούσε,
τα σύμπαντα ανατρίχιαζαν κι η θάλασσα βογκούσε.
..................................
Του Μπιθικώτση η φωνή, οπού 'βγαινε από μέσα
κι είχε το βάθος του νερού και του φτωχού τη μπέσα!
Που 'χε το βάρος του καιρού και του μελιού τη γλύκα
και τ' Άθω τα καμπαναριά, μες στο λαιμό του, προίκα !
Υποσιτισμός: Σκελετωμένο παιδί σε νηπιαγωγείο των Τρικάλων
Με
επιστολή, διευθύντρια σχολείου, καταγγέλλει περιστατικό υποσιτισμένου νηπίου
στα Τρίκαλα. Σε επιστολή της κάνει λόγο για «ένα
σκελετωμένο μικρό παιδί, ηλικίας 6 χρόνων, που μετά από απουσία πολλών ημερών
εμφανίστηκε στο Νηπιαγωγείο σε άθλια κατάσταση. Αδυνατισμένο, καχεκτικό, με
τρέμουλο σε όλο του το σώμα»....«Οι γονείς αυτού του μικρού παιδιού είναι άνεργοι.
Ζουν σε μια τρώγλη. Τους λείπει ακόμη και το ψωμί. Κυριολεκτικά πεινούν. Το
διαπίστωσα και η ίδια μετά από επίσκεψη στο σπίτι τους. Όμως δεν είναι μόνο
αυτό το παιδί που υποσιτίζεται...»
Τότε, στου εξήντα τα φτωχά τα χρόνια, μάνα, εκείνα,
λίγο ψωμάκι μου 'δινες και τίποτις ελιές,
φούσκωνα την κοιλίτσα μου, ξεγέλαγα την πείνα
και το τετράδιο γιόμιζα κουλούρια και γραμμές.
Κι ο Ναζωραίος που τρύπωνε σαν ίσκιος απ' το τζάμι
στη χαρά να μη μεθάς, κι όταν έρχομαι, να τρέχεις δίπλα μου να περπατάς, έτσι
μοναχά θ' αντέχεις όταν πέφτεις και λυγάς, είμαι εγώ η μεγάλη μπόρα του χαμού, της λησμονιάς, μοίρα σου, αδερφή και μάνα, σ' αγαπώ και μ' αγαπάς."
Πέφτει μια βροχή μουρμούρα
μια νερόχαρη κυρά,
μια σουλτάνα μουσκεμένη
μια φελάχα του Νοτιά,
κύκλους στον αέρα γράφει
γράμματα στην ποταμιά :
"Στα σαλόνια να προσέχεις
στη χαρά να μη μεθάς, κι όταν έρχομαι, να τρέχεις δίπλα μου να περπατάς, έτσι
μοναχά θ' αντέχεις όταν πέφτεις και λυγάς, είμαι εγώ η μεγάλη μπόρα του χαμού, της λησμονιάς, μοίρα σου, αδερφή και μάνα, σ' αγαπώ και μ' αγαπάς."
Ε, ταξιδιώτες χλωμοί της σιωπής ! Ασφόδελοι στ' αγιάζι ! Ίσκιοι ενός άστρου θαμπού της αυγής ! Του φεγγαριού βαστάζοι !
Πάρτε κι εμένα ψηλά, να γινώ σκόνη αστρική ωραία, πάνω από τ' άστρο του Βέγα να δω της Αρμονίας τη θέα... ......................................... Ε, ταξιδιώτες χλωμοί της αυγής ! Ακοίμητοι περάτες ! Θαμώνες τρελοί μιας άλλης ζωής ! Του ερέβους κωπηλάτες !
Πάρτε κι εμένα ψηλά, να γινώ σκόνη αστρική ωραία, πάνω από τ' άστρο του Βέγα να δω της Αρμονίας τη θέα...
Κι απόξω αγέρας και μια
μαύρη συννεφιά κι η καψο-φτώχεια που φραγκάκι λέει το φράγκο κι η αγροτιά μπροστά στ' απούλητα καπνά κι η εργατιά στο Αλιβέρι και στη Λάρκο...
Λυσσoμανάει τ' αγέρι, ο τζίτζικας βογκά, σαν ζαγαράκι τρέμει αδέσποτο του Πλάστη. Βγαίνει ο πατέρας και στο πράκι χαμηλά δυο φύλλα να τρουπώσει αφήνει Ριζοσπάστη...