Τ' αδέρφια του ίδρωτα,του μόχθου οι πρωτογιοί, ποτέ κοστούμια δεν φορούν ,
μηδέ γραβάτες, ταχιά μη στον αγρό τούς περγελάσει η γης, μη στο γιαπί η
ασβέστη κι η βροχή στις πλάτες.
Εμπόροι αν ήταν, προφεσόροι ή στοχαστές,
σατέν πουκάμισσο τη μεγαλομανία θα εφόρουν.Τώρα απ' άλλες βάζουν εποχές
ρούχα φτωχά, και πάν' με κάποια αμηχανία.
Και μοναχά πριχού χωθούν
στην κρύα τη γη, ζεστά κοστούμια θα χαρούνε και γραβάτες, τ' αδέρφια του
ίδρωτα, του μόχθου οι πρωτογιοί τη Γης που επήγαν -κι ας μην το ΄μαθαν- στις
πλάτες.
Μαλαματένιο παλληκάρι στην Αρδομίστα το φεγγάρι, δρόμο μετρούσε κι άλλο δρόμο ψηλά στου ζέφυρου τον ώμο. ............................................ Αστρομαλάματα και ρόδα στης νύχτας βύζαξε τη ρόγα κι εχάραξε χορτάτο μπάρκα μες στης αστροφεγγιάς τη βάρκα.
Κι όσο να πάει τρεις η ώρα, τα σύννεφα έσκιζεν η πρώρα. .................................................... Εσήμανεν η ώρα έξι κι άγρυπνο δε βολάει ν' αντέξει. Σβήνει τον αργυρό του λύχνο. Στη Ντουραχάνη πάει για ύπνο. ................................................... Κι ως που ξεψύχησεν το γιόμα, δεν είχε ξεπορτίσει ακόμα...
Δρόμοι, σπίτια που αγάπησα, τα Γιάννενά μου αν είστε, βγάλτε βαθιά απ' τα σπλάχνα σας, φωνούλα και μιλήστε. ...................................... Γιάννενα, έρμα Γιάννενα, μπακίρια του Θεούλη, γυαλάκια σταχτοπράσινα στης Πίνδου το μεδούλι.
Δοβλά, Αώος, Ολύτσικα Τζουμέρκα,Μακρυνόρος, στο κλαρινάκι του Χαλκιά, μισό τσιγάρο δρόμος. ......................................... Γιάννενα, αγαπο-Γιάννενα. Χίλια εννιακόσια ογδόντα. Αη-Γιώργης* Έρωτας τρελός, δροσούλα κι ανακόντα
και ποταμάκια τσίπουρο Αχέροντας κι Αώος, ν' αγιάζω μες στα γράδα τους, τρελός, σοφός κι αθώος.
Και ποιος σου το 'πε, μάνα μου, πως πάταγα στο χώμα ; Στις χαραυγές ζυγιάζομουν και στου θρασκιά το στόμα,
μ' αστροφεγγαροπάπουτσα, με πόδια μελτεμάκια, να ροβολάω στο Κουρμανιό, να σμίγω τ' αργατάκια,
μισά να πίνουνε κρασί, μισά στην Εγνατία, άφραγκα να μαρσάρουνε, για την Αχερουσία. ................................ Γιάννενα, λιμνο-Γιάννενα, Γιάννενα, Γιαννενάκια, ασήμια και μαλάματα, κλαρίνα και μεράκια.
Aύγουστος να 'ναι και φωτιά, να δρασκελάω το Ρίο, να με τρυπάει εφτά οργιές του μισεμού το κρύο.
Να 'ναι και χιόνι κι Αντριάς, να φεύγω σαν το λύκο, Γκιώνα να λέω τον Υμηττό, τα Τουρκοβούνια Βίκο. ......................................... Γιάννενα, μοσχο-Γιάννενα, Γιάννενα,Γιαννενάκια, πετρασημοκυκλάμινα, στου Ρόβα τα χεράκια.
Ο Ρόβας κατηφόρισε, Αρχάγγελος στο Σκάνια. Κάνει στη Σκόδρα προσευχή, στον Τσιαμαντά μετάνοια.
Κάνει στα Γιάννενα να μπει, Γιάννενα δεν γνωρίζει, κάνει τα γρόσια ανατροπή και στη Βλαχιά γυρίζει.
-Ρόβα μ', εδω 'ν' τα Γιάννενα ! -Εδώ 'ν' κρανίου τόπος ! Πιάνει το "Σκάρο" στα Εφ Έμ και φεύγει όπως-όπως.
Στο Γυαλι-Καφενέ, τραβά χειρόφρενο και κλαίει, κοιτάζει οπίσω σαν τον Λωτ και στέκεται και λέει :
-Δρόμοι, σπίτια που αγάπησα, τα Γιάννενά μου αν είστε, βγάλτε βαθιά απ' τα σπλάχνα σας, φωνούλα και μιλήστε !
Ουδέ φωνούλα ακούει κι ουδέ τριγμό γρικάει κανένα. Φουλάρει μνήμη αμόλυντη, γκαζώνει, πάει στα ξένα.