Άι το κρασί κι ο θάνατος ! Άι το κρασί κι η αγάπη ! Τα ρουχαλάκια του θνητού. Του Σύμπαντος τ' αλάτι.
Μισή γουλιά στο σμίξιμο -για τη σπορά, ν' αγιάζει- κι εφτά οκάδες πριν χαθεί στ' Αχέροντα τ' αγιάζι. ............... Άι το κρασί κι ο θάνατος, άι το κρασί κι η αγάπη... .............. Άι το κρασί κι ο θάνατος ! Άι το φιλί κι ο πόνος ! Θεός ο που αγαπήθηκε και πάει κι αγιάζει μόνος,
σαν κλάρα αγριοκερασιάς στου χωραφιού την πάχνη, που 'ναι ο χιονιάς αδέρφι της κι ο σκώληκας κι η αράχνη. ............... Άι το κρασί κι ο θάνατος, άι το φιλί κι ο πόνος...
Όποιος
πάει σε ξένο τόπο, στη
βαλίτσα, πρώτο-πρώτο, βάζει
χώμα απ' το χωριό του, βάζει
και τον άγγελό του.
Στο
Μόναχο και στην Αθήνα,
φυτεύει
ξύλινα κλαρίνα, για
να τον πάει στη μάνα πίσω, το
μύρο τους το Πωγωνίσιο, με
το βοριά με το νοτιά, με
του αγγέλου τα φτερά, Χριστούγεννα
και Πασχαλιά και
στο γιορτάσι του Άη-Λιά.
με
το δάκρυ και το δυόσμο, παίρνει
χώμα απ' το χωριό του, παίρνει
και τον άγγελό του.
Στον
Αλταϊρ, στην Ανδρομέδα,
φυτεύει
κυπαρίσσι μέγα, να
σκαρφαλώνει στα κλαριά του, να
πάει να βλέπει τα παιδιά του, με
το βοριά με το νοτιά, με
του αγγέλου τα φτερά, Χριστούγεννα
και Πασχαλιά και
στο γιορτάσι του Άη-Λιά.
Όταν πεινάει ο λαός, τρελαίνονται οι αλήτες, βάζουν φωτιά στις τράπεζες, φωτιά στους τραπεζίτες.
Αχ ! τι λουλούδια, αγάπη μου, να σου 'φερνα στο σπίτι... Σ' αυτόν τον αδυσσώπητο καιρό τού δυναμίτη, μολότωφ το γαρούφαλλο, ρόδο τ' ανταρτιλίκι. ................................... Όταν πεινάνε τα παιδιά, τον κόσμο φτιάξ' τον πάλι, φτιάξ' τον, Μεγαλοδύναμε, απ' την αρχή και πάλι...
Είπε -και ελευθερώθη-
"-Χαίρε, ω χαίρε λευτεριά ! "
κι άχραντος εξαϋλώθη,
στης Μουργκάνας τα βουνά.
Ζουζουνάκι πια στα κέδρα,
αηδονάκι στον γκρεμό,
τραγουδάκια λέει αλέγρα,
μερακλώνει το Θεό.
"-Χαίρε, ω χαίρε ελευθερία,
χαίρε, ω χαίρε λευτεριά" !
Υπερούσια μελωδία,
βρίσκει πάνω στα βουνά :
στο βυζαντινό τροπάρι
του μονάχου ποταμού,
στη βροχούλα του Φλεβάρη,
στη βροντή του κεραυνού !
Μόνος και συντροφεμένος,
βασιλιάς και μοναχός,
ευτυχής ξενιτεμένος,
μες Στης Πίνδου Τ' Άγιο Φως .
Μαντεμένιο κομπολόι,
τραγουδώντας κουρταλεί
κι αντηχάει το μοιρολόι,
ως την Αδριατική :
"-Άγια μου βουνίσια πέτρα,
θυγατέρα του καιρού,
δώσε μας σταθμά και μέτρα,
δώσ' τ' αστού μια στάλα νου !"
.............................................
Ο γιάπης χτίζει ευλαβικά,
καριέρες στα τσιμέντα
και τ' αηδονάκια χαίρονται,
στον πεύκο και στη μέντα . . .
κάνει την προσευχή του
και του 'ρχεται στον ύπνο του
μια μικροχωριανή του.
Του 'ρχεται σαν την πέρδικα,
σαν μελισσούλα πάει,
πορτόφυλλα δεν τρίζουνε,
σκυλί δεν αλυχτάει.
...........................
Διαβαίνει δεν τη βλέπουνε.
Ντορό μήτε που που αφήνει.
Έρχεται για δεν έρχεται,
ξέρει μονάχα εκείνη
κι ο Μάνθος και το σύννεφο
και το κρασί που πίνει.
..........................
Τη βλέπει μήνες έξι-εφτά.
μα πριν να βγει ο χρόνος,
νύφη στα Γιάννινα την πάν'
κι ο Μάνθος μένει μόνος.
Τον καίει μαράζι αβάσταχτο,
τον καίει κακό γιαγκίνι.
Μάνα κι αδέρφια παρατά,
καλόγερος να γίνει.
...................................
Στην Τσιούκα τώρα, τα βαριά
τα σήμαντρα χτυπάει,
ν' ακούει αυτή στα Γιάννινα,
το Μάνθο που πονάει,
το Μάνθο τον καλόγερο,
το Μάνθο π' αγαπάει.
..................................
Καμιά φορά, καμιά γιορτή,
αριά και κάπου-κάπου,
τη φέρνει μες στ' ασκηταριό,
η προσευχή του Μάνθου.
Κουρνιάζει μες στα στήθια του
σαν το τρελό τζιτζίκι.
Φεύγει το γλυκοχάραμα,
ψηλά απ' τ' αρχονταρίκι.
..................................
Διαβαίνει δεν τη βλέπουνε.
Ντορό μήτε που αφήνει.
Έρχεται για δεν έρχεται,
ξέρει μονάχα εκείνη
κι ο Μάνθος κι ο Αρχάγγελος
και το κρασί που πίνει.
H Λένη η κόρη του παπά, απάνω απ' το Σενίκο, είχε ψυχούλα παστρικιά και πρόσωπο λαμπίκο.
Μόνο που δάκρυζε εύκολα κι έχανε τη μιλιά της και για βδομάδες κλείνονταν μέσα στην κάμαρά της . . . ............................................... Την είδαν κάνα-δυο γιατροί κι είπαν πως ήτανε τρελή κι απ' του χωριού το διάσελο την κλείσανε στο άσυλο, τη Λένη που 'κλαιγε κρυφά, τα βάσανα όλου του ντουνιά... .................................................. Θάλαμός δέκα επί οχτώ και πέντε νοσοκόμοι, πότε με πρόσωπο γλυκό, πότε σαν αστυνόμοι . . .
Μα τούτη δεν την ένοιαζε... Είχε ζεστό φαγάκι, ρούχα συχνά που 'ξάλλαζε και καθαρό γιατάκι . . .
Μόνο που κάποιο δειλινό, της κόψανε με το στανιό, τον κότσο της το μακρουλό, που 'χε από δώδεκα χρονώ . . . Η ομορφιά της χάθηκε κι η Λένη εμαράθηκε . . .
Η Λένη που 'κλαιγε κρυφά, τα βάσανα όλου του ντουνιά . . .
Ο σύγχρονος ο μοναχός
δεν είναι Αγιορείτης.
Έχει γυναίκα και παιδιά
μα είναι ερημίτης.
Στη φόδρα του πορτοφολιού
απένταρος στυλίτης,
στο βερεσέ το τσίπουρο
ζητιάνος μυροβλήτης.
.......................................
Κλειδώνεται στο ξύρισμα
για νά 'βρει ησυχία,
ανάβει δέκα άφιλτρα
και κάνει ολονυχτία
για νά 'βγει από τα βρόχια του,ωχ αμάν,
που του 'στησε η φτώχεια του.
.......................................
Ο σύγχρονος ο μοναχός
στήνει τ' ασκηταριό του
στην τύφλα του, στη φτώχεια του
στο μαύρο ριζικό του.
Την φτώχεια του έχει Δέσποτα,
Βαγγέλιο και κερί του,
τη φτώχεια του ηγούμενο,
ράσο του και κελλί του.
Είδα προχτές στο Κουρμανιό
τον "νταβατζή" το Νικολό,
το μάγκα τον αληθινό
που κόντευε τα εκατό.
Αλάνια και καραγωγείς,
όλοι σε στάση προσοχής,
χειροκροτούσανε ορθοί
το Νικολό τον "νταβατζή".
Κι ο δρόμος που 'χε τόσα δει,
κράτησε ενός λεπτού σιγή,
καθώς περνούσε ο Νικολός
γαμπρός ντυμένος, ξαπλωτός.
................................
Είδα προχτές στο Κουρμανιό
τον "νταβατζή" το Νικολό.
Μπροστά αυτός, πίσω εκατό
και του παπά το θυμιατό.
Τον λέγαν "νταβατζή" -που λες-
γιατί είχε έξι αδερφές.
Παιδεύτηκε , τις προίκισε,
μα τη ζωή του αδίκησε...
Τρέχοντας στα βουνά του τόπου μου,τον Αλωνάρη του 2010, στο ύψωμα Λάπατα -1400 μέτρα- των Τζουμέρκων,πάνω απ' το χωριό που γεννήθηκα....
Η δικιά μου ..ομολογία πίστης : τα βουνά με την απαράμιλη ομορφιά τους ... το τρέξιμο πάνω σ' αυτά...η αλκή του κορμιού...το ταξίδεμα του νου...το λουτρό της ψυχής...η έμπνευση... η αρμονία...ο συμπυκνωμένος χρόνος...τα ψήγματα αθανασίας...η αληθινή ζωή... η ζωή που εκεί ψηλά είναι συνάμα και Ποίηση.
Τα βουνά είναι ποιήματα από μοναχά τους.
Όταν -ταχτικότατα- ανεβαίνω και τρέχω πάνω τους, για κάνα δίωρο,με ρυθμό δρομέα αποστάσεων, αφουγκράζομαι τ' αχολόι τους κι όλο και κάμποσους στίχους μαζώνω στο δισάκι μου.Μετά, κατεβαίνω στο βόρβορο της πόλης, τους γράφω στο τεφτέρι μου, κάνω μερικούς απ' αυτούς τραγούδια κι έτσι βαστιέμαι μέχρι να ξανανέβω στα Τζουμέρκα μου...
........................................
Τρέχοντας ο καθείς σαν τ' αγρίμι μέσα στη μάνα-Φύση, έρχεται κοντά στη ζωώδη(=πραγματικά ανθρώπινη,αβίαστη,απονήρευτη κι αληθινή) του φύση.Γίνεται άκακος, αυτάρκης, λιτός . . . Το κύτταρό του εκρήγνυται από χαρά μέσα του, που ματαγυρνά, για λίγο έστω, στον χαμένο παράδεισο, εκεί που χιλιάδες χρόνια τριγυρνούσε πριν αυτοεξοριστεί στην κόλαση του μπετόν αρμέ των μεγαλουπόλεων. Επίσης, όσο πιο κοντά στη ζωώδη του φύση επιστρέφει ο Άνθρωπος, τόσο πιο ανθρώπινος κι ήμερος γίνεται και τόσο πιο δικό τους τον αναγνωρίζουν κι άρα τον προσεγγίζουν ευκολότερα,όλα τα όντα, υλικά και άυλα,σαν τ' αγρίμια, τα δέντρα, τα ποτάμια και τα βουνά, αλλά και τα ποιήματα. Έτσι νομίζω . . .
Πέρα στις πετροθάλασσες
Στη γη τα 'ναι τα ποιήματα, στο Φως και στο νερό. Με τα γοργά μου βήματα, την πόρτα τους χτυπώ,
στα δάση και στα διάσελα, στους ποταμούς σιμά, στα παλιοπετρογέφυρα και στα ψηλά βουνά.
Άμαθα κι ασυνήθιστα απ' άνθρωπου θωριά, στον άγιο τόπο του Θεού, στην ήσυχη ερημιά,
τ' ακούω ν' αλαλιάζονται,, μπροστά τους σαν με δουν, να με περιεργάζονται και να με συζητούν :
"- Έχει ματιά παράξενη και ποδαράκια δυό, σαν κυπαρισσοκλώναρα πριν δέσουνε καρπό . . .
. . .Έχει κι αδράχτι το κορμί, διάφανο σαν γυαλί, έχει και φλέβα ατίθαση, αλλόκοτη, τρελή. . .
. . . Σαν τ' αλογάκι πιλαλά, σαν το λαγό πατεί, σαν τον αητό ζυγιάζεται, μια σπιθαμή απ' τη γη . . .
. . . Αγρίμι θα 'ναι τ' άμοιρο, ζουλάπι του Θεού και ψάχνει το φαγάκι του στις ράχες του βουνού . . . " . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Κι έτσι θαρρεύουν κι άφοβα, βγαίνουν γυμνά στο Φως, να κολατσίσουνε σιωπή, να τα χαρεί ο Θεός..
Κι ανοίγω τις παλάμες μου, τα μάτια και τ' αυτιά, τα στήθια , τα πλεμόνια μου, τον νου και την καρδιά.
Και χώνονται άλλα στα μαλλιά, άλλα στην αγκαλιά κι άλλα μέσ' απ' τους ρώθωνες, στο αίμα μου βαθιά.
Πίνουν απ' τον ιδρώτα μου, χαίρονται, ξεδιψούν, νιώθουν καλά στον ίσκιο μου κι εντός μου κατοικούν.
Με κατοικούν.Τα κατοικώ. Χρόνους πενήντα κι εκατό. ......................................... Μετά γυρνώ στη μάνα μου : "-Γιε μου, λαμποκοπάς σαν το καντήλι τ' άσβηστο της κυρα-Παναγιάς. . .
. . .Τέρμινα χίλια έλειψες και χρόνους εκατό κι απόκαμα σαν τον κισσό, ορθή να καρτερώ."
-Ήμουν ταξίδι, μάνα μου, στην Άγια Ερημιά, πέρα στις πετροθάλασσες, στης Πίνδου τα νερά .. . .
. . .Είχα λοστρόμο το Ρυθμό, ναυτάκια-ποιήματα, φουρτούνες δεν σκιαζόμουνα, κάβους και κύματα." . . . . . . . . . . .. . . . . . . . . . Πλαγιάζω πλάι στης μάνας μου τον ίσκιο το βαθύ, πλατάνι δώδεκα μηνών κι αμούστακο παιδί.
Χορταίνω Χουλιαριώτικο πετρόγαλο αλαφρύ και μνήμη, μνήμη αμάραντη, αιμάτινη, ακριβή.
Το σπίτι, νυχτολούλουδο κι έρημο γιασεμί, άστρα δειπνεί και ποιήματα κι αγάλλεται κι ανθεί.
Μοσκοβολούν οι κάμαρες Ελύτη, Σολωμό, Παπαδιαμάντη, Παλαμά και Σικελιανό.
Κι ένα φεγγάρι-γέρακας κουρνιάζει στη σκεπή και τρώει τη μαύρη άλυσο που μας τραβάει στη γη. ...................................... Το σπίτι ορθόπλωρο τραβά πέρα στις πετροθάλασσες....