Θεμέλια είχε τα βουνά,
δικόν που 'χουνε νόμο τους
και τα σηκώνουν με τη μια,
ψηλά οι λαοί στον ώμο τους.
Ήτανε κι Αναχωρητής,
ήτανε κι ο Ερχόμενος.
Ήταν ψυχοπυρπολητής
κι ο θάμνος ο καιόμενος.
Για να 'χει, είχε γεννηθεί,
πιο λίγα κι απ' το τίποτε !
Γιατί απ' το λίγο, πας -γραμμή-
πιο σύντομα οπουδήποτε !
Μίλησε με τη ροδαυγή
σαν σπούργητας στο χάραμα.
Με του θανάτου τη βροχή.
Με της ζωής τ' αστράναμμα.
Μίλησε και με τη βουβή
-που θρέφεται απ' το Ζέφυρο-
του δέντρου την υπομονή,
μια νύχτα με παλιόκαιρο.