Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

Ο Μάνθος ο καλόγερος

 


Ο Μάνθος πίνει δυο κρασιά,
κάνει την προσευχή του
και του 'ρχεται στον ύπνο του
μια μικροχωριανή του.

Του 'ρχεται σαν την πέρδικα,
σαν μελισσούλα πάει,
πορτόφυλλα δεν τρίζουνε,
σκυλί δεν αλυχτάει.
...........................
Διαβαίνει δεν τη βλέπουνε.
Ντορό μήτε που που αφήνει.
Έρχεται για δεν έρχεται,
ξέρει μονάχα εκείνη
κι ο Μάνθος και το σύννεφο
και το κρασί που πίνει.
..........................
Τη βλέπει μήνες έξι-εφτά.
μα πριν να βγει ο χρόνος,
νύφη στα Γιάννινα την πάν'
κι ο Μάνθος μένει μόνος.

Τον καίει μαράζι αβάσταχτο,
τον καίει κακό γιαγκίνι.
Μάνα κι αδέρφια παρατά,
καλόγερος να γίνει.
...................................
Στην Τσιούκα τώρα, τα βαριά
τα σήμαντρα χτυπάει,
ν' ακούει αυτή στα Γιάννινα,
το Μάνθο που πονάει,
το Μάνθο τον καλόγερο,
το Μάνθο π' αγαπάει.
..................................
Καμιά φορά, καμιά γιορτή,
αριά και κάπου-κάπου,
τη φέρνει μες στ' ασκηταριό,
η προσευχή του Μάνθου.

Κουρνιάζει μες στα στήθια του
σαν το τρελό τζιτζίκι.
Φεύγει το γλυκοχάραμα,
ψηλά απ' τ' αρχονταρίκι.
..................................
Διαβαίνει δεν τη βλέπουνε.
Ντορό μήτε που αφήνει.
Έρχεται για δεν έρχεται,
ξέρει μονάχα εκείνη
κι ο Μάνθος κι ο Αρχάγγελος
και το κρασί που πίνει.