μα λείπει μέρα-νύχτα.
Στη Ρόβη βάνει ξόβεργες
στην Πλακανίδα δίχτυα.
Έπιασε δυο μελαχρινές
και μια καγκελοφρύδα.
Γκρεμό-γκρεμό τις πέρναγε,
όμως εγώ τον είδα.
-Άγιε μ' , πού πας με τ'ς έμορφες
και τι θα τις εκάνεις ;
Εσύ 'σαι άγιος άνθρωπος,
γέρος και στραβοκάννης...!
-Τις θέλω στο γιορτάσι μου,
είκοσι τ' Αλωνάρη,
τότε που σκάει ο τζίτζικας
κι ανάβει το χορτάρι
και λειτουργάω τους πιστούς
και βράζουν τα καντήλια
και χύνω μες στην εκκλησιά,
καντάρια ιδρώτα χίλια..
Η μια θα τρέχει για νερό,
η μια θα με σφουγκίζει
και μια κάτω απ' το ράσο μου,
βεντάλια θ' ανεμίζει.