Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2011

Άι το κρασί κι ο θάνατος


Άι το κρασί κι ο θάνατος !
Άι το κρασί κι η αγάπη !
Τα ρουχαλάκια του θνητού.
Του Σύμπαντος τ' αλάτι.


Μισή γουλιά στο σμίξιμο
-για τη σπορά, ν' αγιάζει-
κι εφτά οκάδες πριν χαθεί
στ' Αχέροντα τ' αγιάζι.
...............
Άι το κρασί κι ο θάνατος,
άι το κρασί κι η αγάπη...
..............
Άι το κρασί κι ο θάνατος !
Άι το φιλί κι ο πόνος !
Θεός ο που αγαπήθηκε
και πάει κι αγιάζει μόνος,


σαν κλάρα αγριοκερασιάς
στου χωραφιού την πάχνη,
που 'ναι ο χιονιάς αδέρφι της
κι ο σκώληκας κι η αράχνη.
...............
Άι το κρασί κι ο θάνατος,
άι το φιλί κι ο πόνος...

Ο Διαμαντής απ' το Δολό

 


στίχοι : Άγγελος Παπαγεωργίου
μουσική-ερμηνεία : Δημήτρης Αλεξανδράκης 


Ο Διαμαντής απ' το Δολό,
ποτάμι διάβηκε θολό.
 ......................................

Τη διαλεχτή του έχασε.
Θεό και μάνα ξέχασε
Κι έκαψε δέκα εκκλησιές,
που δεν του βγήκαν οι ευχές.

Κι ας έκανε συχνά σταυρό,
σταυρό μεγάλο σέρνει
κι από τη Γη στον ουρανό
τον πάει και τον φέρνει.

Το ποτάμι


Το ποτάμι
 
                   
                 
στίχοι :Άγγελος Παπαγεωργίου, μουσική-ερμηνεία : Δημήτρης Αλεξανδράκης
                  
Σκύβω, πιάνω δυο λιθάρια
και πετροβολώ
της ζωής μου το ποτάμι
που περνάει θολό...   

Πλέξ' τα χέρια σου γιοφύρι,
μάνα μου, σφιχτά,
να ξεφύγω από τον ίσκιο
που με κυνηγά. 

....................................
Σκύβω, πιάνω δυο λιθάρια
και πετροβολώ
της ζωής μου το ποτάμι
και μελαγχολώ... 

Σεπτέμβρης του 2007

H Πανάγιω η μπάμπω

 

 Η ΠΑΝΑΓΙΩ Η ΜΠΑΜΠΩ

Στράτα στοιχειωμένη.
Πόρτα ξεχασμένη.
Άνθρωπος δεν μπαίνει.



Δαγκωμένο χείλι.
Μαύρο το μαντήλι,
ένα με το δείλι.



Η Πανάγιω η μπάμπω,
καλαμιά στον κάμπο.



Έρμη αργοσβήνει,
στάλα-στάλα πίνει
πίκρα, ερμιά κι οδύνη...



Η Πανάγιω η μπάμπω,
καλαμιά στον κάμπο.

Αριάδνη Παπαγεωργίου -μια μοδιστρούλα όμορφη (1926-2011)






Mια  μοδιστρούλα λυγερή,
μια όμορφη απ' την Κράψη,
μοίρα τής γράφτηκε πικρή ,
τής γράφτηκε να κλάψει. 

Μαύρο ποτάμι αγάπησε
κι αγέρα αποβροχάρη
κι υγιόν  μονάχον που  έλαμπε
σαν το χλωμό φεγγάρι.  

Για δέκα τον επρόσεχε,
για χίλιους τον ηγάπα,
για τρεις χιλιάδες του 'φεγγε
μην  τσακιστεί στη στράτα: 

-Σωτήρη μου !-Αριάδνη μου !
-Αητέ μου!-Πέρδικά μου !
...Βάσανα μύρια πέρασαν
σαν τα σπυριά της άμμου. 

Πέρασαν το  μακρύ  στρατί,
και το θολό ποτάμι
που σε βαφτίζει   "Αδάμαστο"
και πιο σοφόν σε κάνει

και πας σαν έρμη πέστροφα,
ανάστροφα στο ρέμα,
και ζεις  ζωή αληθινή
μα  την πληρώνεις μ' αίμα.

-Αητέ μου ! - Μοδιστρούλα μου !
-Σωτήρη μου !-Αριάδνη !
...Των Άγιων φόρεσαν κι οι δυο
το φωτεινό στεφάνι...

........................................
-Σωτήρη μου ! -Αριάδνη μου!
-Αητέ μου! -Αγαπημένη!
...Κόντρα στη μοίρα του όποιος πάει,
ποτέ του δεν πεθαίνει.

...στη μάνα μας Αριάδνη ,σύζυγο Σωτήρη Παπαγεωργίου
(8 Σεπτ. 1926 - 3 Νοέμβρη 2011 ...)
Άγγελος,3 Νοέμβρη του 2011, με το χέρι και των αδερφών μου Κώστα και Γιώργου

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2011

Όσοι στου Έρωτα τα "ρω", διψώντες αγρυπνάτε...


 στίχοι : Άγγελος Παπαγεωργίου
μουσική-ερμηνεία : Στράτος Λαχανάς 



Τη νύχτα του Ευαγγελισμού,
άγιος και μυροβλήτης,
κρυφά απ' τις πύλες του ουρανού,
θα κατεβεί ο Ελύτης. 

Όσοι φοβάστε τον καιρό
και τοίχο-τοίχο πάτε
κι όσοι στου Έρωτα τα "ρω"
διψώντες αγρυπνάτε, 

κι όσοι ανέστιοι-ταπεινοί
στη γη του οσίου Πάθους,
κι όσοι αυτοκράτορες φτωχοί
στης λησμονιάς τους τάφους,  

κι όσοι γυμνοί-ανυπόδητοι
μ' αύρα τρελού παρία
και στέμμα την αλώβητη
τη Γλώσσα Την Αγία, 

να πάτε να του δώσετε
ψωμί και Θ(ε)οδωράκη
και να τον παραδώσετε
στον Ιλισσό αρμενάκι, 

στη μαρμαρένια κουπαστή
-ορθός- του Παρθενώνα,
να ρίξει στο Μιστρά κρασί
και ρόδα στον αιώνα. 

Να ρίξει το "Άξιον Εστί"
βροχή στα βουναλάκια,
να βρει δροσούλα η φυλή,
δροσιά και τα αγριμάκια, 

δροσιά και τα καψόπαιδα,
που ναυαγούν τα έρμα
-του Μακρυγιάννη απόπαιδα-
στης τηλοψίας το τέλμα.
....................................................
Ότι τον έπνιξε η σκουριά
τον ηλιανθό του Ελύτη
κι ο ήλιος ο ηλιάτορας
του κάκου ψάχνει κοίτη
στη στέγνα, στα χρυσά σκατά
του γιάπη του κοπρίτη. 



To πηγάδι

 



στίχοι : Άγγελος Παπαγεωργίου
μουσική-ερμηνεία : Βαγγέλης Αγγέλης 



Σαράντα χρόνια κολυμπώ
σ' ένα βαθύ πηγάδι.
Βλέπω το φως στο φιλιατρό
και του Νοτιά το χάδι. 

Βλέπω από πάνω να περνούν
της Γης τα πεταλούδια.
Νιώθω δονήσεις της χαράς
κι οσμές από λουλούδια. 

Βλέπω κι εμένα στη φωτιά
και στου βυθού τα θάμνα,
της λύπης αυτοκράτορα,
του πόνου μεγιστάνα, 

να 'χω τη μοίρα μου αγκαλιά,
την παλιοστραβοκάνα,
να τη φιλάω στοργικά,
να τη φωνάζω "μάνα". 




Τη νύχτα να την αγαπάς

 

Τη νύχτα να την αγαπάς,
ποτέ σου μην την τρέμεις!
Το  'πε  παλιά  ο Παλαμάς,
το  'γραψε  κι  ο  Πολέμης:

"To φεγγαράκι  τ'  ουρανού
με της  αυγούλας  τ'  άστρα
είναι  πετρούλες  του  Θεού
για  της  ψυχής  τα  κάστρα!"
.................. 
Έλα, μανούλα-νύχτα,
του  κόσμου  κόψ'  τα  δίχτυα
και  πάρε με  απ'  εδώ
σαν  άστρο  μοναχό
το  γιο  σου  τον  τρελό.
................ 
Η νύχτα  είναι  πέλαγο,
καράβι  το  σκοτάδι,
να  συνηθίζεις  τον  καιρό
στις θάλασσες του  Άδη.

"To φεγγαράκι τ' ουρανού
με της αυγούλας τ' άστρα
είναι πετρούλες του Θεού
για της ψυχής τα κάστρα!"
....................
Έλα, μανούλα-νύχτα,
του κόσμου κόψ' τα δίχτυα
και πάρε με απ' εδώ
σαν άστρο μοναχό
το γιο σου τον τρελό.

Τρίτη 26 Ιουλίου 2011

Όποιος πάει σε ξένο τόπο


Όποιος πάει σε ξένο τόπο,
στη βαλίτσα, πρώτο-πρώτο,
βάζει χώμα απ' το χωριό του,
βάζει και τον άγγελό του.


Στο Μόναχο και στην Αθήνα,
φυτεύει ξύλινα κλαρίνα,
για να τον πάει στη μάνα πίσω,
το μύρο τους το Πωγωνίσιο,
με το βοριά με το νοτιά,
με του αγγέλου τα φτερά,
Χριστούγεννα και Πασχαλιά
και στο γιορτάσι του Άη-Λιά.

..........................................................

Όποιος πάει στον άλλο κόσμο,
με το δάκρυ και το δυόσμο,
παίρνει χώμα απ' το χωριό του,
παίρνει και τον άγγελό του.


Στον Αλταϊρ, στην Ανδρομέδα,
φυτεύει κυπαρίσσι μέγα,
να σκαρφαλώνει στα κλαριά του,
να πάει να βλέπει τα παιδιά του,
με το βοριά με το νοτιά,
με του αγγέλου τα φτερά,
Χριστούγεννα και Πασχαλιά
και στο γιορτάσι του Άη-Λιά.

Μολότωφ το γαρούφαλλο



Όταν πεινάει  ο  λαός,
τρελαίνονται  οι  αλήτες,
βάζουν  φωτιά  στις τράπεζες,
φωτιά  στους  τραπεζίτες.


Αχ ! τι λουλούδια, αγάπη  μου,
να  σου  'φερνα  στο  σπίτι...
Σ'  αυτόν  τον  αδυσσώπητο
καιρό  τού  δυναμίτη,
μολότωφ  το  γαρούφαλλο,
ρόδο  τ'  ανταρτιλίκι.
...................................
Όταν πεινάνε τα παιδιά,
τον κόσμο φτιάξ'  τον  πάλι,
φτιάξ'  τον, Μεγαλοδύναμε,
απ'  την  αρχή  και  πάλι...

Σαν το πουλάκι πέταξες...

 

Κορίτσι από την Ήπειρο,
γυρνάς σε κάθε ψίθυρο...
Χίλιες αγκάλες γεύεσαι,
καμιά δεν ερωτεύεσαι.
Φιλιά σκορπάς κι αρώματα
και φεύγεις ξημερώματα... 

Κοιμάται -λένε- κατιτίς,
στη μαύρη ζώνη που φορείς,
κι όποιος στα βρόχια του πιαστεί,
τον κλαίνε φίλοι και γνωστοί,
τον κλαίνε, τον ξεγράφουνε,
καντήλι τού ανάφτουνε... 

Κορίτσι από την Ήπειρο,
στους έρωτες  πολύπειρο,
φουρτούνιασες, κυμάτισες,
χίλιες καρδούλες μάτωσες
κι αγάπη σ' όποιον έταξες
σαν το πουλάκι πέταξες...

Του Κατσαντώνη (1775-1808)


Πού πας μες στη μπόρα, πού  πας  Kατσαντώνη ?
Πού  πας  μες  στης  πέτρας τα  μαύρα νερά ?
Πού πας παλληκάρι, μονάχος  στ'  αμόνι ?
 Πού  πας  σαν τον  ήλιο, ορθός  στη  φωτιά ? 

Πού  πας  μες  στης  πέτρας  τα  μαύρα  νερά ?
Μονάχος  στ'  αμόνι, ορθός  στη  φωτιά...

 Ουρλιάζουν οι λύκοι.Η μέρα νυχτώνει.
Ο μέρμηγκας τρέμει. Η Πίνδος βογκά.
Παγώνει ο ήλιος. Ο Χρούσιας παγώνει.
Παγώνει το αίμα στ'  αμόνι  ψηλά...

Πού πας παλληκάρι ?Σε κλαίν'  τα  βουνά...
Μονάχος  στ'  αμόνι, ορθός  στη  φωτιά....

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2011

Να 'μουν ένας σκίουρος...

 
Να  'μουν  ένας  σκίουρος
φουντωτός και σίγουρος,
στη ζεστή μου την κουφάλα
για  καθιστικό  και σάλα...

Να  'χω  τα  καρύδια μου
και  να  λέω  "στ'  αρχίδια  μου"
στα  λεφτά  στα  μεγαλεία
και  στην  καφροκοινωνία.
....................... 
Να  'μουν  ένας  σκίουρος
μοναχός  και  σίγουρος
στη  βαθιά σιωπή  του  δάσους
στην  κρυφή  πηγή  του  πάθους.

Να 'χω τα καρύδια μου
και να λέω "στ' αρχίδια μου"
στα λεφτά στα μεγαλεία
και στην καφροκοινωνία. 
...................... 
...Μα, δεν  είμαι  σκίουρος
μ'  αλεξίπτωτο-ουρά.
Είμαι ένας  ανήφορος
που   δεν βγάζει  πουθενά.

Στίχοι : Άγγελος Παπαγεωργίου
Μουσική-ερμηνεία : Δημήτρης Αλεξανδράκης


Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011

Ο Αη-Λιάς κι οι έμορφες

 



Κονάκι έχτισε ο Αη-Λιάς,
μα λείπει μέρα-νύχτα.
Στη Ρόβη βάνει ξόβεργες
στην Πλακανίδα δίχτυα.

Έπιασε δυο μελαχρινές
και μια καγκελοφρύδα.
Γκρεμό-γκρεμό τις πέρναγε,
όμως εγώ τον είδα.

-Άγιε μ' , πού πας με τ'ς έμορφες
και τι θα τις εκάνεις ;
Εσύ 'σαι άγιος άνθρωπος,
γέρος και στραβοκάννης...!

-Τις θέλω στο γιορτάσι μου,
είκοσι τ' Αλωνάρη,
τότε που σκάει ο τζίτζικας
κι ανάβει το χορτάρι

και λειτουργάω τους πιστούς
και βράζουν τα καντήλια
και χύνω μες στην εκκλησιά,
καντάρια ιδρώτα χίλια..

Η μια θα τρέχει για νερό,
η μια θα με σφουγκίζει
και μια κάτω απ' το ράσο μου,
βεντάλια θ' ανεμίζει.



Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011

Δυο πεθαμένοι ποιητές

 

Δυο πεθαμένοι ποιητές
κάτσαν' στο Σύνταγμα προχτές
κι ένα Ουκρανέζικο ουρί
τους σέρβιρε καφέ βαρύ...

Είχαν τα γένια ως τη γη ,
γκρεμούς στο μάτι το βαθύ
κι ενα φεγγάρι στα μαλλιά
που 'φεγγε μες στη σκοτεινιά.

Κάποια τσιγγάνα ύφανε
τα λόγια όλα που είπανε,
τα 'φκιασε μωβ πουκάμισο,
πανάκι για την άβυσσο!

Κατά τις δώδεκα παρά
πριν γίνουν κάτασπρα πουλιά
γενναίο αφήσαν μπουρμπουάρ
κι έφυγαν μ' ένα "ορεβουάρ"...

Απάνω απ' τον Υμηττό
κλάψανε μ' αναφιλητό,
για της ασχήμιας τον καιρό,
για το φεγγάρι το θολό.

Εφτά τρελοί μαζέψανε
τα δάκρυα που πέσανε,
πηγή για τον Παράδεισο,
νεράκι για την άβυσσο...

Με τρεις παλάμες χιόνι

 


O που 'χει σπίτι στο χωριό
κι η φαμελιά τ' αρνιέται,
διπλά το γλυκοχαίρεται,
τριπλά το φχαριστιέται.    

Μία για τη συμβία του
μία για τα παιδιά του
και μιά για τον πατέρα του
στο μνήμα του αποκάτου.  

Έρχεται από τα Γιάννενα
με τρεις παλάμες χιόνι,
τρεις τον φυλάνε αρχάγγελοι,
τρεις κουβερτούλες στρώνει.    

Τρεις προσευχούλες στον Αη-Λιά,
τρία ρακιά στο Ζάμπο
και διπλοτρισανάλαφρος
γυρνάει στο μαύρο κάμπο.  

Θεμέλια είχε τα βουνά (στον Οδυσσέα Ελύτη)

 



Θεμέλια είχε τα βουνά,
δικόν που 'χουνε νόμο τους
 και τα σηκώνουν με τη μια,
ψηλά οι λαοί στον ώμο τους.   

Ήτανε κι Αναχωρητής,
ήτανε κι ο Ερχόμενος.
Ήταν ψυχοπυρπολητής
κι ο θάμνος ο καιόμενος.    

Για να 'χει, είχε γεννηθεί,
πιο λίγα κι απ' το τίποτε !
Γιατί απ' το λίγο, πας -γραμμή-
πιο σύντομα οπουδήποτε !   

Μίλησε με τη ροδαυγή
σαν σπούργητας στο χάραμα.
Με του θανάτου τη βροχή.
Με της ζωής τ' αστράναμμα.  

Μίλησε και με τη βουβή
-που θρέφεται απ' το Ζέφυρο-
του δέντρου την υπομονή,
μια νύχτα με παλιόκαιρο.

Ο που 'χει μάνα τη σιωπή (στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη)

 


Ο που  'χει  μάνα τη  σιωπή,
Θεό τη μοναξιά  του,
στη χώρα των θαυμάτων ζει,
στη Γη του αδυνάτου,
 
να παίρνουνε τ' αδύνατα
σάρκα κι οστά μπροστά του,
η άγια η πένα του να τα
ιστορεί στα π'ήματά του.  

Βρίσκει στα λίγα το πολύ
και στα μικρά το μέγα,
βρίσκει στα σκότη το κερί
που αστράφτει σαν το Βέγα.   

Ένας μονάχα που μπορεί,
τρανή φωτιά ν' ανάψει,
ένας μονάχα που 'χει 'ρθεί,
τ' άγραφτα για να γράψει... 

Ένας μονάχα τη φορά,
ένας σαν το διαμάντι,  
ένας, κοσμοκαλόγερος
σαν τον Παπαδιαμάντη.  

Ένας μονάχα τη φορά,
ένας μες στον αιώνα
ένας που να λαμποκοπά
σαν άχραντη εικόνα,
 
εικόνα αχειροποίητη
φτιαγμένη από το αίμα
που τρέχει από του ποιητή
τ' αγκαθωτό το στέμμα...  

Τσιοκάνης

 

Οι Ευρωπαίοι υπέγραφαν
συνθήκες στη Λωζάνη
και  οι  Γιαννιώτες  πήγαιναν
για  ούζο  στον  Τσιοκάνη.

Μώλο, Πλατεία, Κουραμπάς,
Αβέρωφ και Σφαγεία,
όλοι  οι  δρόμοι  βγάζανε
δίπλα  στη  Νομαρχία.

Στο  πρώτο  ούζο  βγαίνανε
από  τη  λίμνη  αγγέλοι,
στο  τέταρτο  σού  'ρχότανε
δίπλα  το  Μιτσικέλι,
στο έκτο  καταλάβαινες
τι  είναι  η  ζωή  εντέλει.

Το  Σινε-Μπίτα  έπαιζε
ταινίες  του  Μαστρογιάνι,
καρφίτσα όμως  δεν  έπεφτε
μονάχα  στον  Τσιοκάνη.

Κάστρο, Καλούτσιανη, Κουρμανιό,
Σιαράβα  και  Πλατεία,
όλοι  οι  δρόμοι  βγάζανε
δίπλα  στη  Νομαρχία...




Χαίρε, ω χαίρε, λευτεριά!



Είπε -και ελευθερώθη-
"-Χαίρε, ω χαίρε λευτεριά ! "
κι άχραντος εξαϋλώθη,
στης Μουργκάνας τα βουνά.

Ζουζουνάκι πια στα κέδρα,
αηδονάκι στον γκρεμό,
τραγουδάκια λέει αλέγρα,
μερακλώνει το Θεό.

"-Χαίρε, ω χαίρε ελευθερία,
χαίρε, ω χαίρε λευτεριά" !
Υπερούσια μελωδία,
βρίσκει πάνω στα βουνά :

στο βυζαντινό τροπάρι
του μονάχου ποταμού,
στη βροχούλα του Φλεβάρη,
στη βροντή του κεραυνού !

Μόνος και συντροφεμένος,
βασιλιάς και μοναχός,
ευτυχής ξενιτεμένος,
μες Στης Πίνδου Τ' Άγιο Φως .

Μαντεμένιο κομπολόι,
τραγουδώντας κουρταλεί
κι αντηχάει το μοιρολόι,
ως την Αδριατική :

"-Άγια μου βουνίσια πέτρα,
θυγατέρα του καιρού,
δώσε μας σταθμά και μέτρα,
δώσ' τ' αστού μια στάλα νου !"
.............................................
Ο γιάπης χτίζει ευλαβικά,
καριέρες στα τσιμέντα
και τ' αηδονάκια χαίρονται,
στον πεύκο και στη μέντα . . .

Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

Ο Μάνθος ο καλόγερος

 


Ο Μάνθος πίνει δυο κρασιά,
κάνει την προσευχή του
και του 'ρχεται στον ύπνο του
μια μικροχωριανή του.

Του 'ρχεται σαν την πέρδικα,
σαν μελισσούλα πάει,
πορτόφυλλα δεν τρίζουνε,
σκυλί δεν αλυχτάει.
...........................
Διαβαίνει δεν τη βλέπουνε.
Ντορό μήτε που που αφήνει.
Έρχεται για δεν έρχεται,
ξέρει μονάχα εκείνη
κι ο Μάνθος και το σύννεφο
και το κρασί που πίνει.
..........................
Τη βλέπει μήνες έξι-εφτά.
μα πριν να βγει ο χρόνος,
νύφη στα Γιάννινα την πάν'
κι ο Μάνθος μένει μόνος.

Τον καίει μαράζι αβάσταχτο,
τον καίει κακό γιαγκίνι.
Μάνα κι αδέρφια παρατά,
καλόγερος να γίνει.
...................................
Στην Τσιούκα τώρα, τα βαριά
τα σήμαντρα χτυπάει,
ν' ακούει αυτή στα Γιάννινα,
το Μάνθο που πονάει,
το Μάνθο τον καλόγερο,
το Μάνθο π' αγαπάει.
..................................
Καμιά φορά, καμιά γιορτή,
αριά και κάπου-κάπου,
τη φέρνει μες στ' ασκηταριό,
η προσευχή του Μάνθου.

Κουρνιάζει μες στα στήθια του
σαν το τρελό τζιτζίκι.
Φεύγει το γλυκοχάραμα,
ψηλά απ' τ' αρχονταρίκι.
..................................
Διαβαίνει δεν τη βλέπουνε.
Ντορό μήτε που αφήνει.
Έρχεται για δεν έρχεται,
ξέρει μονάχα εκείνη
κι ο Μάνθος κι ο Αρχάγγελος
και το κρασί που πίνει. 


Της Μοίρας Τα Βουνά


Άνθρωπος είμαι και πώς να
διαβώ Της Μοίρας Τα Βουνά;

Δώσ' μου, Θεέ μου, μια προσευχή,
που σκοτεινιάσαν οι καιροί

κι ένα βασταγερό ραβδί
να το 'χει η μοίρα μου η κουτσή,
η μοίρα η ανθρωπινή,

να μ' οδηγάει εδώ κι εκεί
και να πορεύω σαν παιδί,

μ' αλήθειες και με ψέματα
με Της Αγάπης Αίματα

και να 'μαι Ρόδο Αμάραντο
στης ερημιάς το ξάγναντο,

κυπαρισσάκι αθέριστο
στο Γραίγο τον αχτένιστο.

Σάββατο 16 Ιουλίου 2011

Ο πιο μεγάλος ποιητής

 


Ο φούρναρης ο Παντελής,
είναι μεγάλος ποιητής ! 
Φτιάχνει ψωμάκι ευωδιαστό,
ζεστό-ζεστό, λαχταριστό, 
να φάω εγώ, να φας κι εσύ,
να φάει κι η πλάση η μισή, 
να 'ναι χορτάτοι οι λαοί,
να πάνε ομπρός, πάντα γεροί, 
σαν ζουζουνάκια χαρωπά,
πάνω στα στάχυα τα χρυσά, 
σαν μελισσάκια του Θεού,
στο κηπαράκι του φτωχού . . . 
. . .Με το ψωμί του Παντελή,
του πιο μεγάλου ποιητή !

Το φεγγάρι στα Τζουμέρκα

 


Στο διάφανο ψηλά του αιθέρα δίχτυ,
παλληκαράκι ρούσο το φεγγάρι
μού 'λεγε "-Τη δικιά μου ορίζω τύχη !...
Αχ να την όριζες κι εσύ, μακάρι..

Να μη γερνάς, να θάλλεις και να ζεις
σαν τα βουνά τ' αθάνατα της Γης ! "

Μα φύσηξε απ' του Σύμπαντος τα βάθη
βοριάς και νέφη εγιόμισε ο αιθέρας
και τ' άτυχο το φεγγαράκι εχάθη,
σαν όνειρο της παγερής εσπέρας.

Κι απόμειναν τα κρουσταλλένια χιόνια,
τις λαμπηδόνες τ' ουρανού ν' αρμέγουν,
να στεφανώνουν τα βουνά τα αιώνια
κι απ' το φεγγάρι πιότερο να φέγγουν...

Η Λένη απ' το Σενίκο



 
H Λένη η κόρη του παπά,
απάνω απ' το Σενίκο,
είχε ψυχούλα παστρικιά
και πρόσωπο λαμπίκο.

Μόνο που δάκρυζε εύκολα
κι έχανε τη μιλιά της
και για βδομάδες κλείνονταν
μέσα στην κάμαρά της . . .
...............................................
Την είδαν κάνα-δυο γιατροί
κι είπαν πως ήτανε τρελή
κι απ' του χωριού το διάσελο
την κλείσανε στο άσυλο,
τη Λένη που 'κλαιγε κρυφά,
τα βάσανα όλου του ντουνιά...
..................................................
Θάλαμός δέκα επί οχτώ
και πέντε νοσοκόμοι,
πότε με πρόσωπο γλυκό,
πότε σαν αστυνόμοι . . .

Μα τούτη δεν την ένοιαζε...
Είχε ζεστό φαγάκι,
ρούχα συχνά που 'ξάλλαζε
και καθαρό γιατάκι . . .

Μόνο που κάποιο δειλινό,
της κόψανε με το στανιό,
τον κότσο της το μακρουλό,
που 'χε από δώδεκα χρονώ . . .
Η ομορφιά της χάθηκε
κι η Λένη εμαράθηκε . . .

Η Λένη που 'κλαιγε κρυφά,
τα βάσανα όλου του ντουνιά . . .

Στο Κάστρο στα Γιάννινα

 



"-Λέλι-γιαλέλι λέλι-για ",
χορεύουνε ψηλά στο κάστρο,
της Πούλιας το χλωμούλι τ' άστρο
κι ο Βηλαράς κι ο Ελιγιά.

Κι από κοντά Τούρκοι, Ρωμηοί,
Σέρβοι, Αρβανίτες κι Οβριοί
ζαμπέλα πίνουν τσίπουρο
και πάνε τον ανήφορο.

Ο Πύρρος παίζει το ζουρνά
κι ο Μπότσαρης τον ταμπουρά.

"-Λέλι-γιαλέλι λέλι-για,
γεια μας και γεια και ματαγειά,
γεια και στα πετρο-Γιάννινα
της Πίνδου τα κυκλάμινα."

Στων τραγουδιών τη φορμόλη (του Μανώλη Ρασούλη)

 

Σαν και της μύγας τα σκατά, μια μέρα λειώνουμε όλοι,
στ' άλειωτα παντελόνια μας -γλυκό προσφάι του σκώληκα-
στη μαύρη γης.Μα εσύ πολλούς χρόνους, μες στη φορμόλη
των τραγουδιών θα περγελάς το Χάροντα μαργιόλικα. 
 
Σταλαματιά-σταλαματιά, φασούλι το φασούλι,
εξήντα χρόνια ρούφηξες τη Γνώση ως το μεδούλι.
Χότζας στον Άθωνα, μετά δεσπότης στη Μοσούλη,
στιχάκια-ράσα ύφανες και σ' είπανε Ρασούλη . 
 
Σαν και της μύγας τα σκατά, μια μέρα λειώνουμε όλοι.
Σαν και της μύγας τ' άχρηστα, τα βρωμερά τ' απόσκατα
θα λειώσεις την αυγή -κι εσύ- που ούτε μισό, Μανώλη,
τραγούδι σου δεν θ' ακουστεί κάτω απ' τη φεγγαρόστρατα. 
 
Σταλαματιά-σταλαματιά, φασούλι το φασούλι,
θα σε ρουφήξει η μάνα-Γης, στης πέτρας το κουκούλι,
μέχρι να ξαναγεννηθείς στον Ψηλορείτη αράχνη,
να υφαίνεις λόγια κι ομορφιές, στης χαραυγής την πάχνη. 
 
 
 

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

Μπισντούνι,Κουτσελιό, Μπρακμάδι


Βλέπω την αγροτιά στον κάμπο
και σκύβω, ντρέπομαι και λάμπω.
Μπισντούνι,Κουτσελιό, Μπρακμάδι,
εδώ διαμάντι , εκεί πετράδι...

Ο σύγχρονος ο μοναχός

Ο σύγχρονος ο μοναχός
δεν είναι Αγιορείτης.
Έχει γυναίκα και παιδιά
μα είναι ερημίτης.

Στη φόδρα του πορτοφολιού
απένταρος στυλίτης,
στο βερεσέ το τσίπουρο
ζητιάνος μυροβλήτης.

.......................................
Κλειδώνεται στο ξύρισμα
για  νά  'βρει  ησυχία,
ανάβει δέκα άφιλτρα
και κάνει ολονυχτία
για  νά  'βγει  από  τα βρόχια του,ωχ αμάν,
που  του  'στησε η φτώχεια  του.
 .......................................
Ο σύγχρονος ο μοναχός
στήνει  τ'  ασκηταριό  του
στην τύφλα του, στη φτώχεια του
στο  μαύρο  ριζικό του.

Την φτώχεια του έχει  Δέσποτα,
Βαγγέλιο  και  κερί  του,
τη  φτώχεια  του  ηγούμενο,
ράσο   του  και  κελλί του.

Στης πέτρας το ράγισμα ...

 

Θα μπορούσα να ζω
στης φλόγας την άνθιση,
σαν ο ήλιος μεθά
των ρόδων την άνοιξη...

Θα μπορούσα να ζω
στης πέτρας το ράγισμα,
στων φτερών των πουλιών
το πρώτο πλατάγισμα...

Θα μπορούσα να ζω
στων άστρων τα δάκρυα,
στου μονάχου ουρανού
μια απόμερη άκρια....

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2011

Κουρμανιό



Είδα προχτές στο Κουρμανιό
τον  "νταβατζή" το Νικολό,
το μάγκα τον αληθινό
που κόντευε τα εκατό.

Αλάνια και καραγωγείς,
όλοι σε στάση προσοχής,
χειροκροτούσανε ορθοί
το Νικολό τον "νταβατζή". 

Κι ο δρόμος που  'χε  τόσα δει,
κράτησε ενός λεπτού σιγή,
καθώς περνούσε ο Νικολός
γαμπρός ντυμένος, ξαπλωτός.
 ................................
Είδα προχτές στο Κουρμανιό
τον "νταβατζή" το Νικολό.
Μπροστά αυτός, πίσω εκατό
και του παπά το θυμιατό.

Τον λέγαν "νταβατζή"  -που  λες-
γιατί είχε έξι αδερφές.
Παιδεύτηκε , τις προίκισε,
μα τη ζωή του αδίκησε...

Πέρα στις πετροθάλασσες

 

Τρέχοντας στα βουνά του τόπου μου,τον Αλωνάρη του 2010, στο ύψωμα Λάπατα -1400 μέτρα- των Τζουμέρκων,πάνω απ' το χωριό που γεννήθηκα....
Η δικιά μου ..ομολογία πίστης : τα βουνά με την απαράμιλη ομορφιά τους ... το τρέξιμο πάνω σ' αυτά...η αλκή του κορμιού...το ταξίδεμα του νου...το λουτρό της ψυχής...η έμπνευση... η αρμονία...ο συμπυκνωμένος χρόνος...τα ψήγματα αθανασίας...η αληθινή ζωή... η ζωή που εκεί ψηλά είναι συνάμα και Ποίηση.
Τα βουνά είναι ποιήματα από μοναχά τους.
Όταν -ταχτικότατα- ανεβαίνω και τρέχω πάνω τους, για κάνα δίωρο,με ρυθμό δρομέα αποστάσεων, αφουγκράζομαι τ' αχολόι τους κι όλο και κάμποσους στίχους μαζώνω στο δισάκι μου.Μετά, κατεβαίνω στο βόρβορο της πόλης, τους γράφω στο τεφτέρι μου, κάνω μερικούς απ' αυτούς τραγούδια κι έτσι βαστιέμαι μέχρι να ξανανέβω στα Τζουμέρκα μου...
........................................
Τρέχοντας ο καθείς σαν τ' αγρίμι μέσα στη μάνα-Φύση, έρχεται κοντά στη ζωώδη(=πραγματικά ανθρώπινη,αβίαστη,απονήρευτη κι αληθινή) του φύση.Γίνεται άκακος, αυτάρκης, λιτός . . .
Το κύτταρό του εκρήγνυται από χαρά μέσα του, που ματαγυρνά, για λίγο έστω, στον χαμένο παράδεισο, εκεί που χιλιάδες χρόνια τριγυρνούσε πριν αυτοεξοριστεί στην κόλαση του μπετόν αρμέ των μεγαλουπόλεων.
Επίσης, όσο πιο κοντά στη ζωώδη του φύση επιστρέφει ο Άνθρωπος, τόσο πιο ανθρώπινος κι ήμερος γίνεται και τόσο πιο δικό τους τον αναγνωρίζουν κι άρα τον προσεγγίζουν ευκολότερα,όλα τα όντα, υλικά και άυλα,σαν τ' αγρίμια, τα δέντρα, τα ποτάμια και τα βουνά, αλλά και τα ποιήματα.
Έτσι νομίζω . . .

Πέρα στις πετροθάλασσες
Στη γη τα 'ναι τα ποιήματα,
στο Φως και στο νερό.
Με τα γοργά μου βήματα,
την πόρτα τους χτυπώ,

στα δάση και στα διάσελα,
στους ποταμούς σιμά,
στα παλιοπετρογέφυρα
και στα ψηλά βουνά.

Άμαθα κι ασυνήθιστα
απ' άνθρωπου θωριά,
στον άγιο τόπο του Θεού,
στην ήσυχη ερημιά,

τ' ακούω ν' αλαλιάζονται,,
μπροστά τους σαν με δουν,
να με περιεργάζονται
και να με συζητούν :

"- Έχει ματιά παράξενη
και ποδαράκια δυό,
σαν κυπαρισσοκλώναρα
πριν δέσουνε καρπό . . .

. . .Έχει κι αδράχτι το κορμί,
διάφανο σαν γυαλί,
έχει και φλέβα ατίθαση,
αλλόκοτη, τρελή. . .

. . . Σαν τ' αλογάκι πιλαλά,
σαν το λαγό πατεί,
σαν τον αητό ζυγιάζεται,
μια σπιθαμή απ' τη γη . . .

. . . Αγρίμι θα 'ναι τ' άμοιρο,
ζουλάπι του Θεού
και ψάχνει το φαγάκι του
στις ράχες του βουνού . . . "
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Κι έτσι θαρρεύουν κι άφοβα,
βγαίνουν γυμνά στο Φως,
να κολατσίσουνε σιωπή,
να τα χαρεί ο Θεός..

Κι ανοίγω τις παλάμες μου,
τα μάτια και τ' αυτιά,
τα στήθια , τα πλεμόνια μου,
τον νου και την καρδιά.

Και χώνονται άλλα στα μαλλιά,
άλλα στην αγκαλιά
κι άλλα μέσ' απ' τους ρώθωνες,
στο αίμα μου βαθιά.

Πίνουν απ' τον ιδρώτα μου,
χαίρονται, ξεδιψούν,
νιώθουν καλά στον ίσκιο μου
κι εντός μου κατοικούν.

Με κατοικούν.Τα κατοικώ.
Χρόνους πενήντα κι εκατό.
.........................................
Μετά γυρνώ στη μάνα μου :
"-Γιε μου, λαμποκοπάς
σαν το καντήλι τ' άσβηστο
της κυρα-Παναγιάς. . .

. . .Τέρμινα χίλια έλειψες
και χρόνους εκατό
κι απόκαμα σαν τον κισσό,
ορθή να καρτερώ."

-Ήμουν ταξίδι, μάνα μου,
στην Άγια Ερημιά,
πέρα στις πετροθάλασσες,
στης Πίνδου τα νερά .. . .

. . .Είχα λοστρόμο το Ρυθμό,
ναυτάκια-ποιήματα,
φουρτούνες δεν σκιαζόμουνα,
κάβους και κύματα."
. . . . . . . . . . .. . . . . . . . . .
Πλαγιάζω πλάι στης μάνας μου
τον ίσκιο το βαθύ,
πλατάνι δώδεκα μηνών
κι αμούστακο παιδί.

Χορταίνω Χουλιαριώτικο
πετρόγαλο αλαφρύ
και μνήμη, μνήμη αμάραντη,
αιμάτινη, ακριβή.

Το σπίτι, νυχτολούλουδο
κι έρημο γιασεμί,
άστρα δειπνεί και ποιήματα
κι αγάλλεται κι ανθεί.

Μοσκοβολούν οι κάμαρες
Ελύτη, Σολωμό,
Παπαδιαμάντη, Παλαμά
και Σικελιανό.

Κι ένα φεγγάρι-γέρακας
κουρνιάζει στη σκεπή
και τρώει τη μαύρη άλυσο
που μας τραβάει στη γη.
......................................
Το σπίτι ορθόπλωρο τραβά
πέρα στις πετροθάλασσες....






Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011

Στο Λάδωνα

 

Βυζαντινός Αρχάγγελος
στον τοίχο του Μυστρά,
πήγαινε την Υδρόγειο
στα χέρια του ψηλά. 
 
-Πού τον επάς, Αρχάγγελε,
τον κόσμο τον παλιό
τον κόσμο το μυστήριο
και τον αμαρτωλό ; 
 
-Μες στα νερά του Λάδωνα,
-κρυφά σαν το ληστή-
τον πάω τον παλιόκοσμο,
να ξαναβαφτιστεί. 
 
................................
Μεγάλη η Υδρόγειος,
μικρός ο ποταμός,
μόνο η Ελλάδα χώρεσε
στην κοίτη του Πανός.  
 
Βαφτίστηκε το Ελληναριό
στο Λάδωνα γλυκά
κι από τα Γιάννενα ως την Κω
τη μάθαν' τη δουλειά :   
 
 
Με λάδωμα, με λάδωμα,
σου πάει η  δουλειά  μπροστά,
σαν τα νερά του Λάδωνα
που τρέχουνε γοργά.  
 
 
 
 
 
 

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

Τα πάθια του κόσμου (1911-2011.Εκατό χρόνια μετά το θάνατο του Παπαδιαμάντη και τη γέννηση των Eλύτη, Γκάτσου, Τσίρκα)


 
1911-2011.Εκατό χρόνια μετά το θάνατο του Παπαδιαμάντη και τη γέννηση των Eλύτη, Γκάτσου, Τσίρκα



(Τα εντός εισαγωγικών δίστιχα, ανήκουν στους Παπαδιαμάντη, Γκάτσο κι Ελύτη .)

"Σαν να ΄χαν ποτέ τελειωμό
τα πάθια αυτού του κόσμου."
...
Ό,τι πονάει τον ταπεινό,
πονάει κι εμένα εντός μου.
.............................................................
"Στου πικραμένου την αυλή
ήλιος δεν ανατέλει."

Η φτώχεια αγίνωτο ψωμί.
Πικρό ο ιδρώτας, μέλι.
................................................................
"Μακάρι να 'μουν σαν τα ζά
που βόσκουνε στον κάμπο"
,
νυχτόημερα να κοίταζα
τ' αστέρια και να λάμπω,

να λάμπω στις ξερολιθιές

σαν τ' ακριβό διαμάντι
κι ωσάν του Γκάτσου τις σιωπές
και του Παπαδιαμάντη,

κι ωσάν Τα Ρω Του Έρωτα

του Οδυσσέα Ελύτη,
να πάω αγάλια και στρωτά
στης Όστριας την κοίτη,

κι ωσάν Χαμένη Άνοιξη

ν' ανθοβολώ, του Τσίρκα,
τώρα που οθόνες παρδαλές
γιομίσαμε και πίκρα.




Τα Ρω Του Έρωτα (Ελύτης)

Χαμένη Άνοιξη ( Τσίρκας )